27 Ιουλ 2012

Let the 2012 Games begin

Ίσως το πρώτο γράμμα που έστειλα σε περιοδικό (δεν μετράει το Ποπάυ) ήταν προς το Newsweek, το 1984 (το είχαν μάλιστα δημοσιεύσει). Σ' αυτό, υποστήριζα (αχ, η φιλοκαραμανλική παιδική ηλικία!) ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες έπρεπε να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα, για να μη γίνονται ψυχροπολεμικά μποϊκοτάζ όπως αυτό των σοβιετικών (και συμμάχων τους) στο L.A. ή τέσσερα χρόνια νωρίτερα των ΗΠΑ και άλλων "δυτικών" στη Μόσχα. Θυμάμαι ένα γκάλοπ εκείνης της εποχής, που έδειχνε ότι μόλις ένας στους 3 αμερικανούς το υποστήριζε αυτό. Στη Σεούλ δεν έγινε κανένα σοβαρό μποϊκοτάζ (αφού είχαν πατσίσει - κι επιπλέον είχαν λιώσει τους πάγους Γκορμπατσόφ και Ρέηγκαν), κατόπιν τελείωσε κι ο ψυχρός πόλεμος - και κάπου εκεί (1988) άρχισα κι εγώ να βλέπω αλλιώς την "ιερή" αθλητική εκδήλωση.

Το αξιόλογο αριστερίστικο περιοδικό Σχολιαστής (έκλεισε το 1990) είχε ανασύρει, το '88, παλιό άρθρο του Τρίτση, από την εποχή που (πολύ πριν πρωτοστατήσει στην επαναφορά των αρχαίων ελληνικών στα γυμνάσια) αντετίθετο στη διεξαγωγή των Αγώνων στην Ελλάδα. Το 1990 ήταν η χρονιά της αποτυχημένης διεκδίκησης: η Αθήνα έχασε (την 100ή επέτειο) από την Ατλάντα. Η συζήτηση δεν άρχισε να επανέλθει, κι έτσι το 1997 η απείρως επαγγελματικότερη διεκδίκηση έφερε καρπούς.

Θυμάμαι ότι, έχοντας αφενός απομακρυνθεί (και λόγω σκανδάλων ντόπινγκ) από τον παιδικό/εφηβικό ενθουσιασμό, κι αφετέρου προβληματιστεί για το τι σημαίνει μια τέτοια διοργάνωση από πλευράς κόστους και ρίσκου για τη χώρα, συμφωνούσα πια με τη μικρή μειοψηφία που ήταν αντίθετη με την ανάληψη της διοργάνωσης του 2004. Μετά το '97 η διαφωνία ήταν πια ακαδημαϊκή - η Αθήνα όφειλε να πετύχει. Όλοι (μα όλοι) κινηθήκαμε στους ρυθμούς που επέβαλαν οι Αγώνες, οι οποίοι (δεδομένης της αδυναμίας του κράτους μας σε οργανωτικά θέματα) λειτούργησαν και σαν ένας μπαμπούλαςβούρδουλας κ.λπ.) σε πάμπολλους τομείς.

Οι τελετές έναρξης (όπως η σημερινή του Λονδίνου) και λήξης είναι σημαντικά γεγονότα και η όλη διοργάνωση προσελκύει πάντοτε μεγάλη προσοχή. Προσωπικά όμως ήμουν πεπεισμένος ότι δεν συγκινούμαι πλέον - ότι συμμερίζομαι κι εγώ το χαρακτηρισμό που είχα διαβάσει τότε στο Newsweek, ότι οι Ολυμπιακοί είναι "απλά ένα μεγάλο μήτινγκ" (κάτι που βέβαια τότε αφορούσε τη "ζημιά" που έκανε η απουσία των "ανατολικών" χωρών).

Ωστόσο, φαίνεται ότι η αντίθεσή μου, που σίγουρα εντάθηκε εξαιτίας της τραυματικής μετα-ολυμπιακής εμπειρίας της Ελλάδας (παρατημένα κτίρια εγκαταστάσεων, τουριστική άνθηση που δεν ήρθε όπως την περιμέναμε, κρίση χρέους που σίγουρα επιβαρύνθηκε από την προσπάθεια της Ελλάδας να δανειστεί για να αποκτήσει τη "σκούφια με μαργαριτάρι", ατυχής/απεγνωσμένη επίκληση της ολυμπιακής προσπάθειας ως υποκατάστατο της σοβαρής δουλειάς), είναι μάλλον "εγκεφαλική". Το αισθάνθηκα όταν ένιωσα μια "χαζή" συγκίνηση στη γιορτή του προνηπίου (όπου πηγαίνει η κόρη μου) πριν λίγο καιρό. Στην εκδήλωση αυτή (που παρεμπιπτόντως ήταν αρκετά καλαίσθητη κι έξυπνα σχεδιασμένη), τα παιδιά έκαναν mock Olympics με αγωνίσματα, ομιλίες, όρκο, βραβεύσεις - και τον Ολυμπιακό Ύμνο, που κάποιοι ξένοι πιστεύουν ότι τον συνέθεσε ένας πρόγονος του έλληνα πρωθυπουργού Samaras. Αν θυμάμαι καλά οι μουσικές επιλογές είχαν και Χατζηδάκη (ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον οποίο είχα δει εκείνες τις μέρες). Με όλα αυτά θυμήθηκα το πολιτιστικό και ιστορικό νήμα που συνδέει την Ελλάδα με αξίες, παραδόσεις και παραστάσεις που έχουν σημασία στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο - ένα νήμα που ταλαιπωρήθηκε από κάποιους που πήγαν (ή πάνε ακόμη) να το τραβήξουν σαν σκοινί διελκυστίνδας.

Δεν είμαι ολυμπιστής (κι ας έχω τρέξει τιμής ένεκεν σε λαμπαδηδρομία), ωστόσο σέβομαι τους Αγώνες ως διεθνή γιορτή (στην οποία τιμώμαστε ως χώρα πολύ περισσότερο απ' όσο αναλογεί σε πληθυσμούς, ΑΕΠ και διάφορα άλλα "ξενέρωτα") και πιστεύω ότι - είτε μας ενδιαφέρουν είτε όχι - είναι κάτι ανώτερο από άτομα και χώρες, έχουν τους κανόνες τους και επιβάλλουν λίγα λόγια και όχι αμετροέπεια.




















Θρυλικός Ολυμπιονίκης του Κυανού Νείλου (Μπικίλα)

19 Ιουλ 2012

Ego (&) o ksenos

Με τους Ολυμπιακούς του 2004 γίναμε μάρτυρες μιας ευχάριστης εξέλιξης. Οι πινακίδες που μπήκαν λίγο πριν τους Αγώνες στις βασικές οδικές αρτηρίες της Πρωτεύουσας δεν ήταν μονότονα δίγλωσσες, όπως είχαμε συνηθίσει. Ήταν έξυπνα δίγλωσσες.

Κάποιοι, πιθανότατα συνάδελφοί μου συγκοινωνιολόγοι (από την οργανωτική επιτροπή ή/και τους μελετητές της), σκέφτηκαν ότι ο αλλόγλωσσος επισκέπτης, είτε ερχόταν για το Γεγονός είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, πολύ λίγο θα ενδιαφερόταν να δει τη μεταγραφή σε λατινικούς χαρακτήρες τοπωνυμίων όπως οι Koukouvaounes, σίγουρα όμως θα ήθελε να ξέρει πώς πας στο αεροδρόμιο, την Ακρόπολη, τη λεωφόρο Κηφισίας ή το τάδε αθλητικό συγκρότημα.

Πέρα από την εξοικονόμηση κόστους (χάρη στις λιγότερο φλύαρες και άρα μικρότερες, πια, πινακίδες), η πρακτική αυτή - που δεν ήταν απαλλαγμένη από λάθη, άλλωστε σ' αυτή τη χώρα η οδοσήμανση δεν είναι το φόρτε μας - έσπασε, έστω πρόσκαιρα, ένα ταμπού, σύμφωνα με το οποίο κάθε, μα κάθε αναγραφή προορισμού έπρεπε να είναι σε ελληνικά και ...και;

Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος. Η απόδοση του ελληνικού προορισμού στο λατινικό αλφάβητο, που κρίθηκε από παλιά απαραίτητη διότι δέκα από τα γράμματά μας δεν έχουν ισοδύναμά τους στο ABC, είναι ένα κράμα μεταγραφής ελληνικών χαρακτήρων σε λατινικούς + μετάφρασης στα αγγλικά. Το αποτέλεσμα, πολλές φορές, δεν διαβάζεται.

Οι μελετητές αναγκάστηκαν διαχρονικά να γίνουν τυπολάτρες, προκειμένου η δουλειά τους να τύχει έγκρισης από τις δεινοσαυρικές δομές του πρώην Πεχώδε*, κι έτσι συνήθως μόνο κάποιοι άνθρωποι της πράξης - αν βρεθούν στα κέφια τους - τολμούν να παρακάμψουν τους κανονισμούς, που επιμένουν ότι τα δίψηφα φωνήεντα απεικονίζονται ως ai, ei, oi (πρβλ.: "oi, oi mana mou"), και να επαναφέρουν τη λογική, που λέει ότι ο λατρεμένος Πειραιάς επ' ουδενί δεν μπορεί να γράφεται Πέι-ράι-άς (Peiraias).

Το κακό με τη λογική της μεταγραφής είναι ότι, έως τώρα τουλάχιστον, το έθνος μας δεν χρειάστηκε να υιοθετήσει κάποια επίσημη μορφή Greeklish, πρακτική αντίστοιχη με αυτή των κινέζων, ώστε να προκύψει μια ισοδύναμη μορφή της γλώσσας μας - ούτε βέβαια συζητιέται σοβαρά η αντικατάσταση του (αρχαιότερου) αλφαβήτου μας από το λατινικό. Αν δεχτούμε ότι οι πινακίδες μας έγιναν δίγλωσσες για να διαβάζονται, ας παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε (ιστορικά) κάνει το παν για να το πετύχουμε αυτό.

Το πρακτικότερο θα ήταν, ευθαρσώς, να ειπωθεί ότι μας ενδιαφέρει πρωτίστως να διαβάζεται η σήμανσή μας από αγγλόφωνους, αναγνωρίζοντας ότι - στον προβλέψιμο χρόνο ζωής μιας οδικής πινακίδας που εγκαθίσταται σήμερα - επικρατέστερη διεθνής γλώσσα θα παραμείνει η αγγλική. Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο που οι προδιαγραφές δέχονται ότι κάποιοι σημαντικοί προσδιορισμοί, όπως π.χ. αεροδρόμιο ή κέντρο, μεταφράζονται στα αγγλικά (και σε καμία άλλη γλώσσα), θα έπρεπε - για να μην είναι μισή η δουλειά - να επιδιώκεται, το σύνολο του περιεχομένου να βγάζει νόημα.

Πέρα από όσα έχουν εκτεθεί και παλιότερα, δυστυχώς στη φλύαρη μονοτονία των "δίγλωσσων" αναγραφών χάνεται η ουσία, ακόμη κι εκεί που εγνωσμένα έγιναν καλές προσπάθειες. Βιεννέζοι παραθεριστές, με τους οποίους γνωριστήκαμε πρόσφατα, έψαχναν αλλά δεν βρήκαν από πού πας για τη διώρυγα της Κορίνθου, όταν κινείσαι στον αυτοκινητόδρομο. Εμ πώς να το βρουν, όταν (για τους λόγους που είπαμε παραπάνω) ο ξένος θα διαβάσει ένα μάλλον δυσνόητο "Korinthos Isthmos", τη στιγμή που χρειάζεται (έστω και χωρίς το καφέ πλαίσιο του αξιοθέατου) κάτι που θα του φωνάξει, καθαρά και ξάστερα: "Canal, ρε!"

Κι όταν σε καινούργιες και αποδεδειγμένα ποιοτικές δουλειές συμβαίνουν αυτά, μπορείτε να φανταστείτε πόσα εξωφρενικά παραδείγματα θα συναντήσετε σε τοπικό επίπεδο (με κορυφαίο εδώ στην Κόρινθο το "D.D.", που όπως επισήμανε η φίλη Μάγια αποτελεί τη ...μετάφραση του όρου "δημοτικό διαμέρισμα") - και ίσως μπορέσετε να τα εξηγήσετε, αν αναλογιστείτε ότι οι οδικές πινακίδες, οι ονομασίες, αλλά και η γλώσσα συνολικά, αντιμετωπίζονται από πάρα πολλούς (κι όχι μόνο από τους πιο γραφικούς) ως η προβολή του (ατομικού ή συλλογικού, πάντοτε όμως επαρχιώτικου, με την κακή έννοια) Εγώ, και όχι ως εργαλείο επικοινωνίας και, πρωτίστως, συνεννόησης.

*Το πρώην υπουργείο περιβάλλοντος, χωροταξίας και δημοσίων έργων, νυν μέρος του χατζηδάκειου υπερυπουργείου ανάπτυξης κ.λπ. (στην κοιλάδα του Ευρώτα, τονίζεται στην παραλήγουσα).

Στην κάτωθι εικόνα: αυστριακό όνομα χωριού. Ας κοιτάξουν πρώτα τα χάλια της πατρίδας τους οι βιεννέζοι, πριν παραπονεθούν για τη σήμανσή μας...


10 Ιουλ 2012

Πας ανήρ ξυλεύεται

Δεν βλέπω πολλή ελληνική τηλεόραση κι έτσι δεν είχα ιδέα για τα τηλεοπτικά σποτ των Jumbo (δες εδώ: 1, 2, 3), την τροποποίηση των οποίων ζήτησε πρόσφατα το Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας.

Είχα ακούσει μερικές φορές τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο. Όπως και άλλες παλιότερες, προσωπικά δεν τη βρήκα κακή. Πιο πολύ με ενοχλούσε το "μπλα μπλα" που ακολουθούσε και που διαφήμιζε "εξυπνακίστικα" και πολυλογάδικα τα κατά τόπους (ή τα νέα) καταστήματα της αλυσίδας παιχνιδιών.

Το ΣΕΕ έκρινε, ύστερα από σχετική καταγγελία, ότι τόσο το σύνθημα (που θυμίζει το "ε ρε ξύλο που σας χρειάζεται") όσο και η εικόνα της σανίδας που "ρίχνει ξύλο" στους υποτιθέμενους αισχροκερδείς επαγγελματίες (και ο αντίστοιχος ήχος στο κλείσιμο της ραδιοφωνικής διαφήμισης, που σε μένα - που δεν είχα δει τα τηλεοπτικά - ομολογώ ότι δεν έκανε το σχετικό συνειρμό) "περιέχουν στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε βίαιη συμπεριφορά" και ως εκ τούτου παραβιάζεται ο κώδικας διαφημιστικής δεοντολογίας.

Η καταγγελία έγινε από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), αφού είχε βέβαια προηγηθεί ως συνήθως αρκετή συζήτηση σε ιστοσελίδες και αλλού σχετικά με την αισθητική των σποτ. Μαθαίνω ότι και ο σύνδεσμος καταστημάτων εστίασης/διασκέδασης αντέδρασε στην τηλεοπτική διαφήμιση που αναφέρεται στο (σύνηθες, δυστυχώς) φαινόμενο υπερβολικών χρεώσεων σε ελληνικές καφετέριες.

Θεμιτή η προσφυγή των συνεργαζόμενων "μικρών ψαριών" σε μέσα που τους επιτρέπουν να χτυπήσουν τα "μεγαλύτερα". Κατά τη γνώμη μου όμως, η υποκρισία καλά κρατεί. Για τη βία (φυσική/σωματική αλλά και ψυχολογική/λεκτική) που κατακλύζει την ελληνική τηλεόραση όσο τη θυμόμαστε (και που ολοένα γίνεται περισσότερη) δε βλέπω να γίνονται και πολλά. Στ' αλήθεια μπορεί να πιστέψει κανείς ότι η εικόνα μιας (βρεγμένης ή στεγνής) σανίδας μπορεί να παροτρύνει σε κακοποίηση παιδιών ή σε πράξεις βανδαλισμού και αυτοδικίας; Αν είναι έτσι, γιατί εξακολουθεί να προβάλλεται ταινία με τίτλο "Το Ξύλο Βγήκε Απ' Τον Παράδεισο" και γιατί μας αφήνουν να τραγουδάμε στα μικρά μας παιδιά το "Αχ Κουνελάκι, Κουνελάκι (Ξύλο Που Θα Το Φας)";

Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι άλλο είναι αυτό που ενοχλεί. Η προσφυγή της ΕΣΕΕ έρχεται χέρι-χέρι με την "πάγια" αντίθεσή της στο κυριακάτικο άνοιγμα καταστημάτων, μια ενοχλητική "ιερή αγελάδα" που με τη σειρά της συγγενεύει με παρόμοια άρρωστα φαινόμενα (πέραν του "εμπορικού κόσμου"), βλ. άνοιγμα των περισσότερων αρχαιολογικών χώρων μεταξύ ...7:00πμ και 3:00μμ.

Πρόσφατα η αγαπημένη Σάμος τόλμησε να πάει κόντρα στο ρεύμα, επιτρέποντας την κυριακάτικη λειτουργία εμπορικών καταστημάτων στη διάρκεια της θερινής περιόδου - και στέλνοντας το παρήγορο μήνυμα, ότι κάποιοι εκτός από τη διεκδίκηση θυμούνται και το τι σημαίνει δουλειά.

Η παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει πλήξει (ή κλείσει) πολλά μικρά μαγαζιά. Για αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων η "κρίση" άρχισε νωρίτερα. Δεν θα έπρεπε ίσως να μιλάμε για κρίση αλλά για ευρύτερες, "δομικές" αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες όλων μας - μάθαμε να ψωνίζουμε αραιότερα, μαζικότερα και με το αυτοκίνητο. Οι κοινωνικές παράμετροι (οικογενειακός χαρακτήρας πολλών μικρών επιχειρήσεων, ωράρια εργαζομένων) δεν μπορούν να παραβλέπονται. Το "άρρωστο" για μένα είναι η ακαμψία και ο προστατευτισμός, όταν έρχονται να καλύψουν όχι μόνο τις ατυχίες και (υπαρκτές) αδικίες και ανάγκες αλλά - στην ίδια "ομπρέλα" - και τη συχνή έλλειψη αρετών που είναι συνυφασμένες με το επιχειρείν (προσαρμοστικότητα/ευελιξία, εφευρετικότητα/καινοτομία κ.λπ.).

Μάλλον όμως ζητά πολλά όποιος θα περίμενε διαφορετική στάση από συλλόγους και επιμελητήρια που αποτελούν εφαλτήρια για πολιτική καριέρα σε μια χώρα ζυμωμένη από δεκαετίες κρατισμού και προστατευτισμού...