31 Μαΐ 2016

Πειραϊκή (&) πατραϊκή περιπέτεια

Στο εξώφυλλο, ο τόπος δουλειάς μου επί τρία χρόνια. Από μόνος του, λόγος σοβαρός για να πάρω το βιβλίο. Μαζί με τον πιασιάρικο τίτλο. Η γερμανική απόδοση σέβεται το πρωτότυπο. Γενική πτώση, "Τα Παιδιά Της Πάτρας", κι όχι εμπρόθετο με το "από" όπως το σκυλέ συγκρότημα. Λογοπαίγνιο, μετεξέλιξη των "Παιδιών Του Πειραιά", μαθαίνει κάποιος διαβάζοντας. Το μυθιστόρημα του Ζόραν Φέριτς, όχι απλά πέρασε το τεστ των δεκαπέντε σελίδων - για πολλούς, κάπου εκεί είναι το κατώφλι του αν ένα βιβλίο το συνεχίζεις ή το παρατάς - αλλά κρατήθηκε χωρίς "κοιλιά" μέχρι το τέλος, καμιά διακοσαριά σελίδες παρακάτω.

Σημαντική η προσωπική συγκίνηση, να βλέπεις στο ίδιο μυθιστόρημα τις γειτονιές της σημερινής σου πόλης, το λιμάνι αυτής που έζησες πριν μια δεκαετία, καθώς και τους λόφους της πόλης που μεγάλωσες (συμπεριλαμβανομένου ενός ζαχαροπλαστείου στην Καστέλλα). Ακροβατική η πλοκή, γιατί αγγίζει ευαίσθητα θέματα παράλληλα με το κεντρικό του ερωτικό μοτίβο: αναπηρία, θέματα ανηλίκων, αλκοολισμό, μέχρι και λίγη πολυπολιτισμικότητα και τις πρώτες εκφάνσεις του προσφυγικού με τους Κούρδους του 2005.

Σύμφωνα με την περίληψη του εξωφύλλου η Πάτρα, από αδιάφορος και πολύβουος σταθμός ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και την Ελλάδα, συμβολίζει και αυτό που θέλει κάποιος να ζήσει μια φορά στη ζωή του, σε ένα παρατεταμένο παρόν. Ο Κροάτης συγγραφέας όμως δεν δείχνει να συγκινείται από τα γνωστά στους συμπατριώτες μας σύμβολα της Πάτρας: το καρναβάλι, η ζεύξη και η νυχτερινή ζωή που τραβά μέχρι και Αθηναίους σε ερωτικές βραδιές (κοντύτερα απ' ό,τι η Θεσσαλονίκη γαρ) δεν φιγουράρουν καθόλου στο βιβλίο. Διαβάζω όμως για τον ήλιο που δεν δύει ποτέ εκεί και θυμάμαι από τη μια κάποιον ειδικό που εκθείαζε το φως αυτής της πόλης, κι από την άλλη ένα αξέχαστο, ατέλειωτο απόγευμα του φθινοπώρου, με έναν ουρανό με χρώμα βεραμάν από την αντανάκλαση του Ιονίου, ένα "δυτικό σέλας" που μας κρατούσε συντροφιά από την Ακτή Δυμαίων μέχρι πέρα από τα όρια της Αχαΐας - πολύ μετά την ονομαστική ώρα της δύσης - στη ζώνη που για κάποιον ακατάληπτο λόγο έμεινε στις παράγκες και τις ματωμένες φράουλες αντί να στείλει αδιάβαστους τους τουριστικούς ανταγωνιστές στο υπερβόρειο Ιόνιο (λέγε με Αδριατική) ή το μικρασιατικό Αιγαίο.

13 Μαΐ 2016

Εδώ δεν είναι Τρίκαλα

Η χώρα έχει το σχήμα της σπάλας, το ανεστραμμένο τρίγωνο με τις απαραβίαστες πλευρές, σταθερές από το δέκατο ένατο αιώνα παρά τις μύριες αλλαγές του κόσμου. Στην πάνω πλευρά το ποτάμι, ο ίδιος παραπόταμος του Δούναβη που βλέπω στη γειτονιά μου, αλλά πιο φουσκωμένος· με τις δίδυμες πόλεις που στη βόρεια όχθη είναι Σλάβονσκι και στη νότια Μπόσανσκι, ή τώρα πια επισήμως Σ'ρπσκι στο έδαφος της οντότητας του 49%. Στα νοτιοδυτικά οι Δειναρικές Άλπεις, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να μην είναι με το ήτα όπως το παλιό ομοσπονδιακό δηνάριο. Ανατολικά ο παραπόταμος του παραπόταμου, αυτός με το γεφύρι με τις καμάρες του Ίβο Άντριτς, που χωρίζει τους "αλύτρωτους" από τους, ας πούμε λυτρωμένους, Σέρβους. Και κοντά στην κάτω κορυφή το Νέουμ, η παλιά έξοδος των Οθωμανών στη θάλασσα ανάμεσα στη Δαλματία και τη Ραγούζα (νυν Ντούμπροβνικ), το μοναδικό παραθαλάσσιο σημείο της Βοσνίας· εκεί που σήμερα οι Κροάτες θέλουν να φτιάξουν γέφυρα-υπερπαραγωγή (χωρίς καμάρες) για να "ενώσουν" τη χώρα τους χωρίς να χρειάζεται να οδηγούν μέσα από λίγα χιλιόμετρα ξένης επικράτειας.

Το άρθρο του Νιούσγουηκ για τη χειμερινή Ολυμπιάδα του Σαράγεβο (1984) - τη μόνη που έχει έως τώρα γίνει στα Βαλκάνια - τελείωνε με την προσδοκία των κατοίκων να πάψει να αποτελεί η πόλη τους απλά και μόνο την απάντηση στο "πού ξεκίνησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος". Λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, ο πόλεμος που ξέσπασε - γιατί τη σπάλα την ορέχτηκαν πολλοί - μετέτρεψε σε τραγική ειρωνεία την παραπάνω φράση. Το θυμάμαι καλά εκείνο το άρθρο, πιο πολύ για το εντυπωσιακό σχεδιάγραμμα της πόλης στην κοιλάδα και των αθλητικών εγκαταστάσεών της. Δεν ήταν κλασικός χάρτης αλλά μια πανέμορφη απεικόνιση - υποτίθεται η θέα κοιτώντας από το νότιο ύψωμα - από αυτές που σήμερα είναι ψωμοτύρι με τα προγράμματα χαρτογραφικής απεικόνισης αλλά τότε φάνταζε πολύ εντυπωσιακή. Φαντάστηκα μάλιστα, πώς θα φαινόταν μια τέτοια απεικόνιση του αθηναϊκού λεκανοπεδίου, από τον Υμηττό και καλά, στην περίπτωση που θα γίνονταν Ολυμπιακοί στην ελληνική πρωτεύουσα. Δεν θυμάμαι αν το 2004, στην επόμενη βαλκανική διοργάνωση δηλαδή, βγήκε κάτι εξίσου όμορφο - δεν τους πολυέζησα τους Αγώνες, πεσμένος με τα μούτρα στη δουλειά 200-τόσα χιλιόμετρα μακριά από τις κεντρικές εγκαταστάσεις.

Σχεδόν το ίδιο καλά θυμάμαι και μια άλλη φράση, λίγο πριν τον επίλογο, για την "good old forty percent Muslim" πόλη και για κάποια ατίθασα νιάτα που ονειρεύονταν ταραχές. Ο εφιάλτης αντιστράφηκε και έγινε καθημερινότητα. Αυτοί που είχαν τη θέα από τα γύρω υψώματα εκτόξευαν το θάνατο στην πόλη, τον καιρό που ένας παρεξηγημένος Έλληνας πρωθυπουργός - κάτι που ίσως σώζει την τιμή μιας κοινωνίας που δεν πολυδιαμαρτυρήθηκε εκείνα τα χρόνια όταν ναζιστές πολίτες της πήραν μέρος σε στιγματισμένες ενέργειες - προσπαθούσε σε ένα κοντινό κεφαλοχώρι, μάταια, να συμβάλει στην ειρήνευση.

Ο πόλεμος κάποτε σταμάτησε. Οι πληγές του δεν φαίνονται μόνο στους τοίχους-σουρωτήρια από τις σφαίρες, αλλά κυρίως στη διοικητική δομή της χώρας, παρόμοια με αυτή που θα βγάλει το όποιο σχέδιο - Αννάν ή άλλο - αν ποτέ "λυθεί" το Κυπριακό. Η διακυβέρνηση γίνεται με ποσόστωση ανάμεσα σε μια συμπαγή μειοψηφική κοινότητα (Σέρβοι) και μια ομοσπονδία καχυποψίας που πλειοψηφεί (Κροάτες και Βοσνιομουσουλμάνοι). Οι κοντινότεροι ομόδοξοι αγκαλιάζουν τους συγγενείς τους. Μου είπαν για κροάτικους γάμους στην Ερζεγοβίνη όπου μετά από την καθολική προσευχή ακούγεται ο ύμνος της μαμάς πατρίδας. Η Μπάνια Λούκα των Σερβοβόσνιων είναι η ντε φάκτο συμπρωτεύουσα της χώρας και συντονίζεται κυρίως με το Βελιγράδι παρά με το Σαράγεβο. Επειδή η φύση και η πολιτική απεχθάνονται τα κενά, η Τουρκία είναι σχεδόν από την αρχή η μαμά της πολυπληθέστερης κοινότητας. Άκουσα κι εγώ το σαλαμαλέκουμ σαν χαιρετισμό, που κάποιοι φοβούνται ότι θα αντικαταστήσει το σλάβικο ντόμπαρ νταν. Κάποια από τα τραμ στους δρόμους της πρωτεύουσας είναι ίδια με αυτά του Ικονίου, και αναγράφουν μάλιστα τα ονόματα και των δύο πόλεων - το ένα απ' αυτά ως Saraybosna, όπως το λένε οι Τούρκοι.

Δεν είναι πια μια γραφική γωνιά, σκέφτεσαι πριν επισκεφτείς την πολύπαθη πόλη. Ξεχνιέσαι όμως περπατώντας δίπλα στο ποτάμι Μίλιατσκα - έναν παραπόταμο του παραπόταμου του παραπόταμου του Δούναβη. Ξεχνιέσαι ακόμη περισσότερο όταν ανεβείς στο μπαρ του ουρανού και τα δεις όλα από ψηλά, παραγγέλνοντας - καθόλου φονταμενταλιστικά μουσουλμανικά - το ποτό από δαμάσκηνο που ενώνει τους τρεις λαούς και όλους τους λάτρες του και λέγεται σλιβοβίτσα στην τοπικη γλώσσα, αυτή που για να μην παρεξηγείσαι τη λες BCS για να μη χρειαστεί να τη χαρακτηρίσεις βοσνιακή, κροατική ή σέρβικη. Ξεχνιέσαι τόσο πολύ που, όπως μου είπαν βλέποντας τις φωτογραφίες, νομίζεις ότι βρίσκεσαι εκεί που ο μιναρές είναι γραφικός, ας πούμε στα Τρίκαλα, με το τζαμί που είναι μουσείο και τον ποταμό που λέγεται, πώς αλλιώς, Ληθαίος. Το ποτάμι της λήθης.

Μόνο που εδώ είναι Βαλκάνια και κάποιες φορές έρχεται η ώρα της α-λήθειας.