20 Απρ 2019

Γιατί όχι τους Ρώσους

Τα είχε κουκουλώσει αυτά, ή μάλλον αλλοιώσει, ο ψυχρός πόλεμος. Ο Ρώσος ήταν κομμουνιστής κι όποιος τον ακολουθούσε ήταν ύποπτος - ή ήρωας. Θέμα οπτικής κι αυτό, όπως όλα. Έκτοτε ο κόσμος άλλαξε. Σημαντικά, όχι όμως εντελώς.

Η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο άλλαξαν όχι μόνο την ταχύτητα μετάδοσης πληροφοριών αλλά και τον τρόπο διαχείρισής τους στο μυαλό μας. Σε λίγα μόλις χρόνια περάσαμε από το know-how στο know-where. Αλλάξαμε και μυαλά;

Ο φίλος Αχιλλέας θεωρεί ότι για πολλούς Έλληνες παρά τις παραπάνω εξελίξεις ο κόσμος (τους) έχει μείνει κάπου στο 1990. Τότε, που το μόνο «οικόπεδο» με αγοραία αξία στη νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν η Ελλάδα και όλοι οι γείτονές της ήταν άξιοι της μοίρας τους: δυναστευμένοι από δικτάτορες που «βρήκαν και τα έκαναν» ή, στην καλύτερη περίπτωση, αποδεκτοί ως χριστιανοί βαλκάνιοι της Μεγάλης Χάρτας, που καλά θα έκαναν να μάθουν ελληνικά για να ξανασυστήσουν μαζί μας (πίσω μας) ένα είδος βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Οι ανιστόρητοι, παίζοντας τα παιχνίδια των διάφορων Huntington που βλέπουν πόλεμο των πολιτισμών, δίνουν νοερά σε όλο αυτό το παιχνίδι έναν συγκεκριμένο ρόλο στην βορειοανατολική υπερδύναμη. Έναν ρόλο αντιδιαμετρικά αντίθετο με την πραγματικότητα: οι Ρώσοι κάθε άλλο παρά ενθάρρυναν την κυριαρχία της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Όποτε κατέβασαν στρατό, είχαν ένα συγκεκριμένο όριο, επιβεβλημένο μάλλον από γεωπολιτικούς συσχετισμούς και συμφωνίες παρά από οποιαδήποτε αντικειμενική δυσκολία. Δεν εμπόδισαν τα βουνά της Ροδόπης ούτε η άμυνα του εχθρού την έξοδο στο Αιγαίο, τόσο για τους τσαρικούς του 1878 όσο και για τους ερυθρούς του 1944. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο Μόσκοβος δεν είχε την έγνοια να ασχοληθεί με την Ελλάδα, παρά μόνο με τους Σλάβους αδελφούς του.

Όχι ότι υπήρχε περιθώριο αντικειμενικής κυριαρχίας της Ελλάδας πολύ βορειότερα του Αιγαίου. Δυσκολεύομαι όμως να δω σε τι βοήθησε τον ελληνισμό η ρωσική παρουσία και η ενθάρρυνση από μέρους του μισής ντουζίνας νέων εθνικισμών, αρκετές δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία μας. Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης), της Βόρειας Μακεδονίας και της Βόρειας Ηπείρου - υπαρκτές και σημαντικές μειονότητες, έως και συμπαγείς πληθυσμοί στην τελευταία περίπτωση - μόνο απώλειες είχαν από τα διάφορα φιλορωσικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν στα νέα κράτη της Βαλκανικής.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν πρέπει να αναζητάμε αυτά που μας συνδέουν με τα εκατοντάδες εκατομμύρια Ρώσους. Οι κοινές ορθόδοξες παραδόσεις είναι αδύνατο να μη συγκινήσουν, όσο κι αν η διαμάχη μεταξύ των πατριαρχείων μάς προσγειώνει, θυμίζοντάς μας τις εξουσιαστικές και οικονομικές διαστάσεις της οργανωμένης θρησκείας. Στην πολιτική καθαυτή (όπως και την οικονομία), υπάρχουν πάμπολλα σημεία συνάντησης όπως και παράκαμψης της φαινομενικής μονολιθικότητας των συμμαχιών. Μπορείς κάλλιστα να αναζητάς σχέση και επαφή με τη Ρωσία, την Κίνα και τον αραβικό κόσμο, χωρίς να ξεχνάς τη θέση, την ιστορία και τα συμφέροντα της χώρας σου και χωρίς να επιστρέφεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά κόμματα των επαναστατικών μας χρόνων.

Δεν υπάρχει -από όσο γνωρίζω- κόμμα με απευθείας αναφορές σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τη διαχρονική στάση της ελληνικής εξουσίας (δικαστικής και εν τέλει πολιτικής) τέτοιου είδους κόμματα θα έπρεπε να είναι απαγορευμένα, αν κρίνουμε από τις απαγορεύσεις λειτουργίας οργανώσεων όπως οι διάφορες «τουρκικές» ενώσεις των Θρακών μουσουλμάνων. Ωστόσο, μια μερίδα των Ελλήνων «πατριωτών» δείχνουν επιλεκτική διάθεση στην εφαρμογή αυτής της αρχής.

Ομολογώ ότι αυτό το κείμενο σκόπευα να το τιτλοφορήσω «Γιατί όχι Καμμένο». Βλέποντας τα μηδέν κόμμα κάτι ποσοστά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στους ΑΝ(ΕΞ).ΕΛ., σκέφτηκα ότι δεν είναι σωστό να πυροβολούμε έναν ετοιμοθάνατο, αν και θα συνιστούσα μεγάλη επιφυλακτικότητα ακόμη και απέναντι στις επαγγελματικές δημοσκοπήσεις: θυμηθείτε πώς, παρότι ήταν σχεδόν ανάλογα ξεγραμμένοι τον Σεπτέμβριο του 2015, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κατάφεραν να μπουν στη Βουλή - επειδή, απλά πάντα υπάρχει ένα τέτοιο κοινό στην Ελλάδα.

Αυτό το κοινό δείχνει να έχει βρει μια καινούργια έκφραση, που ακόμη πιο απροκάλυπτα σε σχέση με τους ΑΝ.ΕΛ. ομολογεί τη σχέση της με τη Μόσχα, στο ίδιο της το λογότυπο. Η πυξίδα της Ελληνικής Λύσης, στραμμένη στις 30 μοίρες δεξιά από τον βορρά, είναι σίγουρο ότι δεν δείχνει ούτε το Κίεβο ούτε το Ελσίνκι. Και ο προσανατολισμός αυτός μού είναι δύσκολο να πιστέψω ότι προκύπτει από έναν αυθόρμητο ρομαντισμό ή από πανορθόδοξη φαντασίωση - ούτε από την πίστη που μπορεί να εμπνεύσει ένας ηγέτης του διαμετρήματος του Κυριάκου Βελόπουλου. Η ρωσική ρευστότητα είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο: ρευστότητα ενεργειακή, στην υγροποιημένη μορφή του φυσικού αερίου που εξακολουθεί να ζεσταίνει μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όσο και οικονομική, αν σκεφτούμε τον ρόλο της σε όλες τις πρόσφατες κρίσεις της νοτιοανατολικής Ευρώπης, από το δάνειο της Κύπρου μέχρι την υπερχρέωση του κροατικού κολοσσού Αγκροκόρ σε 2 κρατικές ρωσικές τράπεζες.

Το πού την βλέπουμε στην Ελλάδα αυτή τη ρευστότητα («βλέπουμε» κυριολεκτικά, σε οθόνες, και γενικότερα βιώνουμε) θα το αφήσω να το σκεφτεί ο καθένας, παραθέτοντας το πρόσφατο παράδειγμα της ρωσικής στάσης στο μακεδονικό. Αντιδρώντας στην γεωπολιτική ουσία της υπόθεσης, που ήταν η είσοδος της νυν Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, η Μόσχα μίλησε για μια συμφωνία που υποτίθεται ότι δεν εκφράζει τους λαούς των δύο χωρών. Στο συγκεκριμένο θέμα όμως η υποστήριξη των διαφωνιών εκατέρωθεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν έχει θέση ή, ακριβέστερα, έχει τη θέση του Σρέντινγκερ: υποστηρίζει τόσο τους εθνικιστές Σλαβομακεδόνες (που λένε «σεβερνίτζε», βορειούμπες, όσους ομοεθνείς τους συμβιβάζονται με τον γεωγραφικό προσδιορισμό) όσο και τους απορριπτικούς της Ελλάδας που δεν θέλουν καμία αναφορά του όρου Μακεδονία στο κράτος που μέχρι το 1991 όλοι δέχονταν ως ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Υποστηρίζει με άλλα λόγια την αταλάντευτη αρχή «φασαρία να γίνεται». Αν τώρα υπάρχουν ανάμεσά μας ένας στους τριάντα που θέλει ντε και καλά φασαρία, οι υπόλοιποι 29 -ακόμη και σε τίποτα άλλο να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε- έχουμε τη δυνατότητα να τον απομονώσουμε, όπως κάναμε με τον έναν στους τριάντα που ήταν νταής (ή απλά βλαμμένος) στις σχολικές μας τάξεις.