16 Ιουν 2016

Balkan Express, 2016

Η αδιάφορη θέα στο μπαλκόνι της πόλης ομορφαίνει από τα άστρα, το skyscape, είτε βλέπεις τον γαλαξία ολόκληρο είτε ένα σκέτο W όπως εκείνη τη βραδιά, το τευτονικό γράμμα της ερώτησης αλλά και του κρασιού. Η γνώριμη Κασσιόπη, σημείο αναφοράς σε ένα αλλόκοτο και ταυτόχρονα μαγικό περιβάλλον, πριν την εισαγωγή στο comfort zone με τον σωστό κρύο καφέ και τον καυτό ήλιο της τεμπελιάς. Από τη μετάβαση δεν έλειψαν τα απρόοπτα. Η γλώσσα μπερδεύτηκε και απαντούσε ντα και όχι για στο βιεννέζικο τράνζιτ. Στο χάρτη του αεροπλάνου η Σκιάθος πήγε στη Μυτιλήνη κι η ψυχή μου (που το έβλεπα αυτό) στην Κούλουρη. Μα δεν βρήκα διαφορετική χώρα, μόνο λίγο ακόμα συρρικνωμένη τη ζωή της, παιδικό πάρτυ σε καντίνα, τηλεόραση ακόμα πιο μίζερη και κόσμο που έκανε ακόμα λιγότερα πράγματα ελπίζοντας να τα αυξήσει κάπως, κάπου, κάποτε. 


Κάποτε πηγαίναμε στην Αδριατική και τώρα (πια) σε σας, για καλό μάλλον το λένε οι Σέρβοι αλλά μπορεί πάλι όχι, δεν χαρίζονται, ούτε όταν κάνεις το λάθος να πεις γιούχα αντί για σούπα και κρουχ το ψωμί αντί για χλεμπ. Δεν ξέρω σε πόσες γενιές θα μιλάνε στα αγγλικά μεταξύ τους οι πρώην Γιουγκοσλάβοι. Ήδη γίνονται σαν τους Σκανδιναβούς στις γλωσσικές τους αποκλίσεις. Κι όπως σε πολλούς ματωμένους χωρισμούς είναι ξεκάθαρα διαφορετική η στάση αυτού που μένει από αυτού που φεύγει. Μέχρι και στους καφέδες - όπου κάποτε συμφωνούσαν στον παραδοσιακό, αυτόν που κάποτε λέγαμε τούρκικο - εξελίσσονται αλλιώτικα. Η έκθεση στη χαλαρή βόρεια Ελλάδα έχει φέρει διάφορα φραπέ και φραπόγαλα στο Βελιγράδι (όπως και στη Σόφια), ενώ στο κλιματολογικά παρόμοιο Ζάγκρεμπ ο κρύος καφές είναι δύσκολη υπόθεση. 



Εκεί όμως που πας να βγάλεις τη συνάρτηση ορθοδοξίας και φραπέ έρχονται οι brother people (κουβέντα ενός ταξιτζή αυτή), αυτοί οι ίδιοι που δεν χαρίζονται αλλά (λόγω κομμουνιστικού παρελθόντος) ούτε απαξάπαντες εξ ορισμού βαπτίζονται, και σε περνάνε βόρεια από το ποτάμι-όριο, στην επαρχία-μωσαϊκό της Βοϊβοντίνας, με τον καθολικό ναό στο Πετροβάραντιν όπου φιγουράρει και μια ημισέληνος στον λιγάκι βυζαντινό τρούλο. Λίγο πιο πέρα ήταν το Μπούλκες των Ελλήνων του εμφυλίου, παλιό γερμανόφωνο χωριό στην περιοχή που κάποτε ονόμαζαν Τουρκία των Σουήβων, από τους δαιμόνιους κατοίκους του Μέλανα Δρυμού και του Νέκαρ που πριν κάτι αιώνες διασταυρώθηκαν στο Δούναβη με τους δικούς μας και τους τόσων άλλων εθνοτήτων εμπόρους και ταξιδευτές. 



Η Δύση με την Ανατολή συναντιούνται κι εδώ όπως και σε πάμπολλα άλλα μέρη μιας ζώνης ρευστής, πάνω σε δρόμους όπως αυτόν του Οριάν Εξπρές, με την Κωνσταντινούπολη ως εστιακό σημείο και με πιο προφανή συνδετήριο άξονα - ό,τι και να κάνει η Εγνατία μας - το διάδρομο μέσω του Έβρου και της Φιλιππούπολης και της κάποτε πιο άσημης Σόφιας ή Σαρδικής - μιας ακόμη Θεσσαλονίκης (ποιο Ζάγκρεμπ;) με την φερώνυμη Αγία Σοφία και τον Άγιο Γεώργιο - Ροτόντα, και Ισλάμ και Ιουδαϊσμό και ταραγμένο μεσοπόλεμο. Το μνημειακό κέντρο της βουλγαρικής πρωτεύουσας ήταν από τις αποκαλύψεις αυτού του Βαλκανικού Εξπρές ταξιδιού των δέκα ημερών - ακόμη περισσότερο από τους πάμπολλους Έλληνες που βρίσκουν εκεί έξω αυτό το κάπως/κάπου/κάποτε που λέγαμε. Δυστυχώς ή ευτυχώς (η τοπική κοινή γνώμή ήταν λέει διχασμένη 50-50), το μοναδικό μνημείο που θυμόταν η, επίσης φερώνυμη (Σοφία γαρ) μητέρα μου από εκείνο το πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό, το μαυσωλείο του Δημητρώφ, δεν υπήρχε πια. Στη θέση του είδα το παλιό του περίγραμμα με νερά που αρνούνταν να εξατμιστούν, σαν τις αισθήσεις και αναμνήσεις και μουσικές και αστροφεγγιές του Ταξιδιού που αρνούνται να φύγουν από μέσα μου.