5 Φεβ 2018

Νταούλια

Το θέμα. Από τον περασμένο Μάιο (2017) η πΓΔΜ έχει μια νέα κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Ζάεφ προέρχεται από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που εκφράζεται πολύ ηπιότερα από την προηγούμενη ηγεσία της χώρας - Γκρούεφσκι, του δεξιού ΒΜΡΟ. Για όσους ξέρουν κάτι από την ταραγμένη ιστορία του "Μακεδονικού Αγώνα", το αρχικό ΒΜΡΟ ήταν η φιλοβουλγαρική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1893 και προωθούσε την αυτονομία ως ενδιάμεσο στάδιο της τελικής ενσωμάτωσης. Το σημερινό κόμμα θεωρεί εαυτό διάδοχο του αρχικού, φυσικά στο πλαίσιο του σλαβομακεδονικού εθνικισμού που σφυρηλατήθηκε στο ενδιάμεσο διάστημα. Ο Ζάεφ από την αρχή (καλοκαίρι του 2017) έκανε επίθεση φιλίας με στόχο της χώρας του να μπει στο Νάτο και να βελτιώσει τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση συζητά μαζί του ήδη από τότε. Στόχος της πΓΔΜ είναι να λύσει την εκκρεμότητα που παραμένει από το Βουκουρέστι το 2008: η ένταξη στο Νάτο θα συζητηθεί όταν βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση για το όνομα (μια και οι απόψεις παίρνονται με ομοφωνία στη Συμμαχία).

Ένα ερώτημα λοιπόν είναι αν θέλει η Ελλάδα να μπει η πΓΔΜ στο Νάτο. Ένα δεύτερο ερώτημα είναι αν θέλει η Ελλάδα να αυξήσει τα ερείσματα στο κράτος των Σκοπίων. Θα υπέθετα ότι και στα δύο, η απάντηση είναι θετική: το Νάτο είναι στρατηγική επιλογή και, όσον αφορά την επιρροή, δεν θα ήθελε κανένας Έλληνας στον βόρειο γείτονα να ακούγονται μόνο η Αλβανία (ομοεθνείς με το 25% του πληθυσμού), η Βουλγαρία (ιστορικός "διεκδικητής" άπασας της κυρίαρχης εθνότητας), η Σερβία (πρώην αφεντικό στη Γιουγκοσλαβία, χώρα εκτός Νάτο και φιλορωσική) και η Τουρκία (που το 2008, αν προσέξετε, έβαλε αστερίσκο ότι αναγνωρίζει την χώρα με το συνταγματικό της όνομα - και που έχει εκεί μειονότητα της τάξης του 5%). Αν το καλοσκεφτεί κανείς, είμαστε οι πιο φιλικοί γείτονές τους.

Δεν είναι όμως αυτά που συζητούνται τον τελευταίο καιρό στον εσωτερικό μας δημόσιο διάλογο (ούτε στο πώς αντανακλάται αυτός προς τα έξω). Όπως και το 1992, έτσι και τώρα κυριαρχεί μια φοβική και αμυντική αντιμετώπιση, άπαξ και το ζήτημα φαίνεται "να αρχίζει και να τελειώνει" στο συναισθηματικά φορτισμένο (πλην) εργαλείο, το θέμα του ονόματος. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα συλλαλητήρια να χρησιμοποιούνται από την κυβέρνησή μας ώστε να δικαιολογήσει μια πιο σκληρή διαπραγματευτική θέση (ή να φορτώσει ένα βολικό do-nothing ναυάγιο στην "σκοπιανή αδιαλλαξία"). Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να τα χρησιμοποιήσουν και άλλοι, σύμμαχοι και μη, για τις δικές τους επιδιώξεις, τονίζοντας πόσο "εχθρική" δήθεν γίνεται η Ελλάδα (ήδη το βράδυ του αθηναϊκού συλλαλητηρίου κυκλοφόρησε μεταξύ άλλων ο τίτλος ειδήσεων "anti-Macedonia rally"). Θα δείξει.

Το παρελκόμενο. Γίνεται αρκετή συζήτηση για την παρουσία και ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο της Αθήνας. Με έκπληξη, πολλοί διαπιστώνουν ασυνέπεια πολιτικών θέσεων του μεγάλου συνθέτη, ξεχνώντας ότι έχει περάσει από όλους τους πολιτικούς χώρους (στα χρόνια που ζω μόνο: ΚΚΕ εσωτερικού, ΚΚΕ, ΝΔ ως ενεργός πολιτικός - υποστηρικτής του Πασόκ αργότερα, των "πλατειών" το 2011, του Τσίπρα πριν 2 χρόνια). Αυτό που σόκαρε ιδιαίτερα χθες είναι ο υποτιθέμενος ασπασμός της ακροδεξιάς. Ουσιαστικά πολλοί από τους σοκαρισμένους υιοθετούν την οπτική του χρυσαυγίτη βουλευτή Κασιδιάρη: από την (υποχρεωτική για εφήβους, μην τρελαίνεστε) συμμετοχή του Μίκη στη νεολαία Μεταξά, έως την συμπαράταξή του με "εθνικιστές" (βλ. νεοναζί), τα ενδιάμεσα παραγράφονται.

Η άποψη αυτή υπονοεί ότι το χθεσινό συλλαλητήριο ήταν "της ακροδεξιάς". Πάει παρέα με άλλες εκτιμήσεις που ανεβάζουν τη δύναμη της Χρυσής Αυγής σε 150.000 ή 1.500.000 ανθρώπους -ανάλογα με την εκτίμηση του αριθμού των συμμετεχόντων, άλλο άλυτο πρόβλημα αυτό- χρεώνοντας στη ναζιστική οργάνωση όλους τους διαδηλώσαντες. Φυσικά η θέση αυτή δείχνει άγνοια και ανοησία. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την παρουσία επώνυμων ή ανώνυμων ακροδεξιών. Τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα δεν έλειψαν τα κάθε καρυδιάς καρύδια, μεταξύ των οποίων και ομιλητές, που όχι απλώς λαμβάνουν τη μαξιμαλιστική θέση που κυριάρχησε (καμία χρήση της λέξης "Μακεδονία") αλλά και ισχυρίζονται διάφορες ανακρίβειες ή τέρατα (π.χ. "200.000 Έλληνες καταπιεσμένη μειονότητα", "οι μισοί είναι γύφτοι και οι άλλοι μισοί Αλβανοί", "το κρατίδιο πρέπει να το απορροφήσουμε"). Πήγαν όμως και πάρα πολλοί που έμειναν στο απλό, απλοϊκό ίσως, φαινομενικά ουτοπικό αίτημα, επειδή έτσι πιστεύουν ειλικρινά ότι είναι το σωστό (έστω ως αρχική διαπραγματευτική θέση) και επειδή έχουν πειστεί -όχι παράλογα- ότι το εθνικό θέμα πάει να αντιμετωπιστεί χωρίς συζήτηση και διαβούλευση, περίπου στα κρυφά.

Αυτοί δεν είναι ακροδεξιοί, δεν είναι καν δεξιοί απαραίτητα, ούτε πήγαν να ρίξουν την κυβέρνηση για να φέρουν την επόμενη και συγκεκριμένα τον Μητσοτάκη - που έσπευσε όπως πολλοί να αγκαλιάσει το πρώτο συλλαλητήριο, πλην όμως το κόμμα του δεν παίρνει θέση για το μακεδονικό, περιμένοντας να τοποθετηθεί δήθεν επί ολοκληρωμένης κυβερνητικής πρότασης. Εδώ είναι και ένα σοβαρό μέρος του προβλήματος, αν το σκεφτεί κανείς. Το ότι οι ηγεσίες δεν παίρνουν θέση. Ούτε η κυβέρνηση πήρε, ούτε η κυβέρνηση-εν-αναμονή πήρε. Τα κενά, η φύση (η ζωή) τα συμπληρώνει. Ποιος πήρε θέση; Αυτός που σπεύδει να πάρει πάντα, τα τελευταία κάμποσα χρόνια. Αυτός ο χώρος που έχει επιβάλει -και όχι μόνο στην Ελλάδα- μεγάλο κομμάτι της πολιτικής του ατζέντας, επειδή οι άλλοι (άραγε επειδή την έχουν δει "ρεαλιστές διαχειριστές";) συχνά αποφεύγουν να ορίσουν την δική τους.

Η σκληρή λαϊκιστική δεξιά, λοιπόν, είναι αυτή που έχει χτυπάει το νταούλι για να χορεύουν οι άλλοι. Το είδαμε στο μεταναστευτικό. Το είδαμε, νωρίτερα, στο Κυπριακό. Το βλέπουμε και εδώ. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν και άλλες θέσεις για τα ζητήματα. (Και φυσικά υπάρχουν και διαβαθμίσεις.) Δεν μπορεί αυτές οι άλλες θέσεις (φιλελεύθερες, ανθρωπιστικές, διεθνιστικές ή όπως αλλιώς τις χαρακτηρίσεις) να μην μπαίνουν στη βάσανο της συζήτησης επειδή οι φορείς τους συχνά προτιμούν να μην συνδιαλέγονται καν με "φασίστες". Δεν μπορεί -και λόγω αυτής της αποφυγής- οι τρεις παραπάνω όροι (φιλελευθερισμός, ανθρωπισμός, διεθνισμός) να έχουν αρχίσει να στιγματίζονται ευρύτατα ως φρουφρού κι αρώματα.

Δεν μπορεί, τέλος, να συνεχίσει να κερδίζει χώρο με όλα αυτά ο πραγματικός φασισμός και ρατσισμός, που εκδηλώνεται όχι απλά με χοντράδες και έλλειψη τακτ (κάτι που θέλει κι αυτό την ψύχραιμη και σταθερή απάντησή του) αλλά και με ξεκάθαρες παραβιάσεις νόμου και -το χειρότερο- με περιφρόνηση της αξίας που έχει η τήρηση των νόμων. Και που, όπως μεταξύ άλλων θύμισαν και κάποια λόγια του Μίκη (έστω και εκτός των συμφραζομένων), δεν περιορίζεται μόνο στην ακροδεξιά.