29 Οκτ 2012

La Liste (II): Ραντεβού με τον Κουασιμόδο

Καθώς περνούσε έξω από το Μέγαρο της Δικαιοσύνης (Palais de Justice), τον πλεύρισε ένας διοπτροφόρος με συντηρητικό ντύσιμο, βγαλμένο από τη δεκαετία του '60, θαρρείς.

Τον κοίταξε κλεφτά και συνέχισε να περπατά προς την Παναγία των Παρισίων (Notre Dame). Για κάποιον αδιόρατο λόγο θυμήθηκε την πόλη του. Η μπόχα του Σηκουάνα θα έφταιγε. Παρόμοια με αυτή που μύριζε όποιος περπατούσε στη λεωφόρο Νίκης.

Δεν του έλειπε καθόλου αυτή η παραλιακή λεωφόρος. Άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, θα σιγοτραγουδούσε, αν δεν απεχθανόταν τα έντεχνα. Οι αγαπημένες του γωνιές της πόλης ήταν αλλού, στο Ντεπό, στην Άνω Πόλη, στην Αρετσού - με τα κτίρια των παλιότερων εποχών και, προπαντός, με τα αυθεντικά φαγάδικα (όχι αυτά τα μεταμοντέρνα των Λαδάδικων).

Ο αγαπημένος του δρόμος, πάλι, δεν ήταν η Νίκης, αλλά μία απ' τις καθέτους της, αυτή που έφερε το επώνυμό του. Σε εκείνο το δρόμο, άλλωστε, είχε διαδραματιστεί και ένα σημαδιακό γεγονός, περίπου μισό αιώνα μετά την απελευθέρωση της πόλης - κι άλλο μισό πριν από το φετινό ιωβηλαίο.

Πόσο ανακουφισμένος, αλήθεια, ένιωθε που θα έλειπε από τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας. Οι επικείμενες οικογενειακές και πολιτικές του υποχρεώσεις στην Αμερική θα τον βόλευαν μια χαρά - ήταν μια καλή δικαιολογία για να αποφύγει το κιτς της "αναπαράστασης" αλλά και τη δύσκολη θέση στην οποία τον είχε φέρει ο κυρ Γιάννης, με την εμμονή του στο να υπερπροβάλει τους οθωμανούς και τον Κεμάλ, δυσανάλογα με το μικρό (σχετικά) στίγμα που εκείνοι άφησαν σε μια πόλη 2300 χρόνων. Αν επισκεπτόταν την πόλη ο αρχηγός του κόμματος που τον στήριξε, ο δήμαρχος θα το έβρισκε δύσκολο να λείψει ο ίδιος. Οι κακοήθεις λεζάντες ήταν έτοιμες για τις φωτογραφίες που θα τους έδειχναν δίπλα-δίπλα: "Ο τουρκολάγνος κι ο Τούρκογλου"...

Τις σκέψεις του τις διέκοψε η φωνή του συνοδοιπόρου του. Αυτός ανταπέδωσε το χαιρετισμό που του έστειλε ο ασπρομάλλης, δίπλα στο άγαλμα του Καρλομάγνου. "Ζαν-Λουί!", του φώναξε σηκώνοντας το χέρι, κι επιτάχυνε προς το μέρος του.

Ζει! - σκέφτηκε με έκπληξη. Il est vivant, η φράση που ακουγόταν στο τελείωμα της θρυλικής ταινίας "Ζ". Ο πρωταγωνιστής, βραβευμένος στις Κάννες το '69, καλοστεκόταν παρά τα 81 του χρόνια. Κι ο σαραντάρης, που τον πλησίαζε, έμοιαζε καταπληκτικά με τον ανακριτή της ταινίας, που απέναντι στις πιέσεις του παρακράτους δούλεψε για την εξιχνίαση του πολιτικού εγκλήματος του Μαΐου 1963, επιμένοντας στην ουσία αλλά και στον τύπο της δουλειάς του - ξεκινώντας κάθε συνέντευξη με την απαράλλαχτη ερώτηση. Nom, prénom, profession...




















Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν συναντιόταν με το σωσία του παλιού του εαυτού. Ο Ευάγγελος επιτέλους συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που τον έκανε να θυμηθεί τη Θεσσαλονίκη και την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, δηλαδή τον τόπο δολοφονίας του Λαμπράκη.

Τους άφησε και στράφηκε προς τα αριστερά. Πολύς κόσμος, όπως πάντα, κυκλοφορούσε μπροστά στην Παναγία των Παρισίων. Δεν άργησε να ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος αυτόν που έψαχνε - έναν άνθρωπο περισσότερο εύσωμο από τον ίδιο, και συνάμα λιγότερο εμφανίσιμο. Ούτε ραντεβού με τον Κουασιμόδο να είχα, σκέφτηκε αυτάρεσκα.

Μετά από μια γρήγορη χειραψία, οι δυο τους έκαναν μεταβολή και κατευθύνθηκαν αμίλητοι προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό. Η γραμμή 11 μέσα σε λίγα λεπτά τους πήγε στη Μπελβίλ. Ήταν σαββατόβραδο και η πολυεθνοτική συνοικία (τύφλα να 'χει η Σαλονίκη του 1912) έσφυζε από κόσμο.

Ο Ευάγγελος άκουγε, χωρίς ιδιαίτερο κέφι, το Θόδωρο να αφηγείται ιστορίες από τα φοιτητικά του χρόνια, από την εποχή των πολιτικών ζυμώσεων, του εθνικοαπελευθερωτικού - και ταυτόχρονα σοσιαλιστικού - κινήματος του μακαρίτη Μπεν Μπελά στο Αλγέρι του '60...

Ευτυχώς το περπάτημα στους επικλινείς δρόμους της Μπελβίλ δεν κράτησε πολύ. Πόσο περπάτημα να αντέξεις, ειδικά μάλιστα αν είσαι αγύμναστος, μέσα σ' ένα Σάββατο; Πριν προλάβει να πει στο Θόδωρο ότι πεινούσε σαν λύκος, εκείνος του έδειξε την επιγραφή του εστιατορίου.

Έγραφε: HOT DOC.

Ο γελαστός αξύριστος καταστηματάρχης τους υποδέχτηκε στην πόρτα. Ο Θόδωρος φάνηκε να τον γνωρίζει καλά - και του Ευάγγελου, όμως, κάποιον του θύμιζε. Μετά από τις χαιρετούρες, τους έβαλε να καθήσουν στο μόνο ρεζερβέ τραπεζάκι. Τους πήρε ο ίδιος παραγγελία.

Τα πικάντικα σάντουιτς (τρία για τον καθένα τους) ήταν απολαυστικά, το ίδιο και η Φίσερ που τα συνόδευε. Η ανωνυμία της περιθωριακής συνοικίας τους χαλάρωσε αρκετά - κι έτσι μπόρεσαν ν' αφήσουν στην  άκρη το προσωπείο του γευσιγνώστη, που θα επέβαλε κρασί και εσκαλόπ, ας πούμε.

Στο τέλος, ο ανατολίτης μαγαζάτορας έφερε το λογαριασμό. Ο Ευάγγελος έβγαλε από το πορτοφόλι του μια χρεωστική κάρτα της τράπεζας HSBC. Σηκώνοντας τους ώμους, ο κύριος Bahçivan (έτσι είχε συστηθεί) του έδωσε να καταλάβει ότι δεν γίνεται δεκτός ο συγκεκριμένος τρόπος πληρωμής.

Ο Θόδωρος παρενέβη και έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα στικάκι. Με απόλυτη φυσικότητα - σαν να επρόκειτο για το ακριβές αντίτιμο - ο εστιάτορας το πήρε και, με χειρονομίες, προσπάθησε να διευκρινίσει αν ήταν και για τους δυο τους. Ο Θόδωρος ένευσε καταφατικά και αμέσως μετά σηκώθηκε και του είπε κάτι στο αυτί.

Ο Μπαχτσιβάν γέλασε και, αφού κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο, ανέκραξε "Μιλ μερσί!" με άψογα μεσογειακό, ρολαριστό "ρ" και με βαθιά υπόκλιση. Ο Ευάγγελος σηκώθηκε κι αυτός, χαιρέτησε όπως και ο Θόδωρος και σε λίγο οι δυο τους ήταν ξανά στους δρόμους της Μπελβίλ. Είχαν αναλάβει δυνάμεις και ξεκίνησαν τον απαραίτητο περίπατο για τη χώνεψη.

Ο Ευάγγελος θα έσκαγε αν δεν ρωτούσε. "Πες μου τώρα..." Ρε μπαγάσα, πήγε να συμπληρώσει, αλλά αποφάσισε να συγκρατήσει λίγο την οικειότητα. Συνέχισε: "Τι του είπες στο τέλος;"

Ο Θόδωρος τον κοίταξε απορημένος. "Τον κωδικό φυσικά. Τι άλλο;"

"Και γιατί γελούσε;"

"Με τον ίδιο τον κωδικό. Ταίριαζε, βλέπεις, απόλυτα με την περίσταση. Χώρια που όλο και κάποιος θα τον έχει πληροφορήσει για την πιο διάσημη φράση που ξεστόμισα τα τελευταία χρόνια. Τα ωραία μαθαίνονται, βλέπεις."

Ο Ευάγγελος κοκκάλωσε. Τον κοίταξε στα μάτια. "Δηλαδή..."

"Ναι, ακριβώς! Nous avons mangé ensemble*. Τέτοιο συνθηματικό δεν ξεχνιέται. Παραδέχεσαι;" Μετά απ' αυτά τα λόγια, ο Θόδωρος χτύπησε φιλικά στον ώμο τον εμβρόντητο Ευάγγελο. "Πάμε τώρα για μια τελευταία;" του είπε, δείχνοντας το λογότυπο της αλσατικής ζυθοποιίας στη φωτεινή επιγραφή του απέναντι μπαρ.

* = Μαζί φάγαμε


24 Οκτ 2012

Τσίκι-τσίκι, το φιστίκι

Θυμάστε τι έλεγε το ανακοινωθέν του Eurogroup Φεβρουαρίου;

Αποτύπωνε την "πρόθεση των ελληνικών Αρχών να ενσωματώσουν, μέσα στο επόμενο δίμηνο, στο ελληνικό νομικό πλαίσιο, διάταξη που να εξασφαλίζει ότι δίνεται προτεραιότητα στις πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους. Η διάταξη αυτή θα εισαχθεί στο ελληνικό Σύνταγμα το συντομότερο δυνατόν".

Γιατί, άραγε, θα χρειαζόταν συνταγματική αναθεώρηση; Θυμάμαι σκόρπιες κουβέντες και δεν είμαι ειδικός. Αν κατάλαβα καλά, έγινε λόγος για θέμα "εθνικής κυριαρχίας" ακριβώς λόγω της προτεραιότητας που επρόκειτο να λάβουν οι πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους. Επίσης, μάλλον σχετικά είναι τα περίφημα "χρεόφρενα", δηλ. συνταγματικές προβλέψεις ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Δεδομένου ότι η συνταγματική αναθεώρηση απαιτεί 2 διαδοχικές Βουλές, θα περίμενα ότι η τότε πλειοψηφία "Παπαδήμου" θα εκμεταλλευόταν την πλειοψηφία των 180+ εδρών, ώστε να ορίσει τις αλλαγές, που κατόπιν θα υλοποιούσε η επόμενη κυβέρνηση με απλή πλειοψηφία (151+). Αυτό δεν έγινε. Η συνέχεια (διπλές εκλογές) είναι γνωστή. Η αναθεώρηση "ξεχάστηκε".

Ξεπεράστηκε; Δεν νομίζω. Πλάι στον ολοφάνερο λεονταρισμό του Βενιζέλου (τότε υπουργού οικονομικών, που συμφώνησε σε αυτό που σήμερα αποκαλεί "προτεκτοράτο"), αξίζει να βάλουμε και την τότε εμμονή του Σαμαρά να "μην υπογράψει". Στο τέλος, ο νυν πρωθυπουργός έγραψε επιστολές υποστήριξης, αλλά έως τώρα μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν έβαλε την υπογραφή του στην επίμαχη συμφωνία.

Φυσικά στην κοροϊδία έχουν συμμετάσχει πολύ περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένων και όσων στήριξαν την κυβέρνηση Παπαδήμου πέρυσι τέτοιο καιρό, ξέροντας πολύ καλά ότι συντίθεται με τον ειδικό σκοπό της υπογραφής μιας "βαριάς" δανειακής σύμβασης με επώδυνους όρους - αντιδρώντας στους οποίους, δήθεν έκπληκτοι, καταψήφισαν, διαγράφηκαν και τελικά αυτονομήθηκαν (βλ. Καμμένος, Κατσέλη κ.ά.).

Στο μεταξύ το τέλμα συνεχίζεται και δεν είναι τυχαίο ότι οι προβλέψεις για την ύφεση όσο πάνε και χειροτερεύουν. Πλέον εκτιμάται ότι η αρνητική εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ θα συνεχιστεί όχι μόνο το 2013 αλλά και το 2014. Έχουν περάσει 2,5 και πλέον χρόνια από τότε που είχα γράψει για ένα στιγμιαίο, δυνατό "σοκ": να εφαρμοζόταν μια ισχυρή, συμβολικής αλλά και πρακτικής αξίας, άμεση εσωτερική υποτίμηση, -10%. Πόσο χειρότερα είναι αυτά που έχουν συμβεί έκτοτε - και που έχουν συμβεί, πιστεύω, και γιατί δεν προχωρήσαμε άμεσα σε ένα τέτοιο "σοκ"! Πόσο επιζήμιο είναι, να συνεχίζεται αυτό το "τσίκι τσίκι"!


22 Οκτ 2012

1912-2012

Το "Πανόραμα του Αιώνα" ήταν μια ενδιαφέρουσα σειρά ιστορικών ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν στην κρατική τηλεόραση κάπου στη δεκαετία του 1980. Στο σπικάζ ενός από τα ασπρόμαυρα φιλμάκια άκουσα τότε, έφηβος ων, κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Στη Θεσσαλονίκη, που είχε ελευθερώσει ο στρατός μας το 1912, οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ήταν μειοψηφία - υπερτερούσαν κατά πολύ οι εβραίοι και οι μουσουλμάνοι. Οι ίδιες οι ταινίες και φωτό της εποχής έδειχναν πολύ περισσότερους μιναρέδες από τον έναν (της Ροτόντας) που θυμόμουν να σώζεται.

Στο "γύρισμα του αιώνα" (1999-2000) έζησα για λίγο σ' ένα προάστιο της "συμπρωτεύουσας". Στις βόλτες μου στο κέντρο της και γύρω απ' αυτό, είχα μια ευκαιρία να θαυμάσω τη συνύπαρξη αποτυπωμάτων από τις διαδοχικές (χωρίς κενό) ιστορικές της φάσεις. Με τους πρόσφυγες και την ανταλλαγή πληθυσμών, η πλειοψηφία του πληθυσμού έγινε ελληνική μετά το 1924. Το δράμα των εβραίων συντέλεσε στο να γίνουν οι βορειοελλαδίτικες πόλεις πάνω-κάτω εξίσου ομοιογενείς με τις υπόλοιπες. Αυτό ισχύει εδώ και σχεδόν 70 χρόνια - που είναι πολλά, και ταυτόχρονα λίγα, μπροστά στα 2300-τόσα. Τα κτίσματα αιώνων έχουν μείνει (όχι όλα, όχι ολόκληρα), οι άνθρωποι έχουν αλλάξει (πάντα άλλαζαν).

Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελλάδα χωρίς τη Θεσσαλονίκη. Βρίσκω όμως λανθασμένο να τη θεωρούμε "δεδομένη". Η απελευθέρωσή της εμπλούτισε την υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία όμως έχω την εντύπωση ότι αρεσκόταν στο να "καπελώνει" τη νύμφη του Θερμαϊκού. Δεν έπαψε να πρωτοπορεί η Θεσσαλονίκη, αισθάνομαι όμως ότι με τα χρόνια μεγάλωσε η ανασφάλεια και εσωστρέφειά της. Ή μήπως δεν είναι δική της αλλά της καλλιεργείται από το πατερναλιστικό χάδι της κεντρικής εξουσίας; Δύσκολη η απάντηση, στον καιρό της ύφεσης, των βαλτωμένων πρωτοβουλιών και των ανόητων αλλά και επικίνδυνων αντιπαραθέσεων.
















Η Βίλλα Μπιάνκα (αρχές 20ου αιώνα), αρχικά οικία της εβραϊκής οικογένειας Φερνάντες. Στην περιοχή Ντεπό.

13 Οκτ 2012

La Liste

Κανένα λάθος! Κανένα λάθος! 

Η επωδός του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ταίριαζε γάντι, κι ας είχαν περάσει δέκα χρόνια.

Στον ίδιο άνθρωπο, στον ίδιο Διώ(κ)τη, την είχαν πει κι οι δυο τους.

Την είχε ενστερνιστεί και για τον Εαυτό του. Δεν έπρεπε να κάνει κανένα λάθος. Ούτε στις λεπτομέρειες. Είχε φρεσκάρει μερικά σημεία-παγίδες της γαλλικής γλώσσας πριν βγει απ' το ξενοδοχείο. Στριμώχτηκε στο πίσω κάθισμα του ταξί που του είχε καλέσει η ρεσεψιόν - δεν ήταν κι εύκολο, ποτέ δεν ήταν - κι ανακοίνωσε πομπωδώς τον προορισμό.

Λε Αλ. Les Halles γραφόταν, αλλά το ρημάδι το Η, πότε είναι ασπιρέ, δασυνόμενο σαν να λέμε, και πότε όχι. Στην πρώτη περίπτωση, δεν κάνει λιεζόν κι έτσι το S που προηγείται, δεν προφέρεται.

Όλα κι όλα. Θα ήταν άψογος. Ακόμη και σ' αυτό, που πολλοί το παραβλέπουν, αλλά για Εκείνον ήταν η επιτομή της επάρκειας ενός γαλλόφωνου. Ενός φρανκοφών.

Γέλασε, μέσα του, με το λογοπαίγνιο. Φραγκοφών υπήρξε κι Αυτός, big time, πέρυσι τέτοιο καιρό, ως υπουργός οικονομικών. Κακά τα ψέματα, ακόμη κι αν πέτυχε τη "μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην ιστορία", το καταλάβαινε ότι για τον απλό λαό δεν έπαυε - λόγω της θέσης του και μόνο - να αποτελεί την προσωποποίηση του κράτους-φραγκοφονιά, αυτού που τον καιρό της κρίσης παύει να μοιράζει ευρωχρήμα και δανεικά και επιδίδεται στο να ρουφάει φόρους με το μπουρί.

Ακόμη και σήμερα που είχε αφήσει αυτό το πόστο στα χέρια άλλων - σίγουρα λιγότερο ικανών από τον Ίδιο - νοιαζόταν, πονούσε. Είχε άλλωστε εκτεθεί. Χωρίς να φταίει. Ας όψονται διάφοροι πολυπράγμονες...

Αγανάκτησε. Μουρμούρισε μια βρισιά για τον πόντιο. Δαγκώθηκε - ποτέ δεν ήξερες αν ο ταξιτζής σε μια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη μιλούσε τη γλώσσα σου. Ο καστανομάλλης οδηγός συνέχισε να κοιτάζει μπροστά του, χωρίς να σαλεύει.

Σε λίγο είχαν φτάσει στον προορισμό, σε ένα απ' τα κεντρικότερα σημεία του Παρισιού. Άφησε ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα και βγήκε με την ίδια δυσκολία, όπως κι όταν είχε μπει. Στην πραγματικότητα, τα δύσκολα θα άρχιζαν μόλις τώρα.

Η αποστολή του, ήδη πολύπλοκη, επιβαρυνόταν από την κακή φυσική του κατάσταση. Θα έπρεπε να περπατήσει ένα προς ένα, σε όλο τους το μήκος, όλα τα στενά της γραφικής και trendy γειτονιάς. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Πήρε το i-pad στο χέρι, βγάζοντάς το απ' την ιδιαίτερα ευρύχωρη εσωτερική τσέπη του σακακιού, και ξεκίνησε την έρευνα.

Δεν άργησε να εντοπίσει τα ονόματα που ζητούσε. Δεν ήταν και πολλά - το μισό της μισής ντουζίνας - ήταν όμως χαρακτηριστικά. Σ' αυτή τη χώρα, που εξακολουθούσε να μισεί (aber warum?) τους γερμανούς μετά από 6 δεκαετίες Ενώσεως Άνθρακος και Χάλυβος, τα γερμανόφωνα επώνυμα σε κουδούνια σπιτιών μόνο ένα πράγμα μπορούσαν να σημαίνουν.

Βρισκόταν άλλωστε στη σωστή γειτονιά. Το Μαραί ήταν η ιστορική εβραϊκή συνοικία του Παρισιού. Σήμερα θα γινόταν, το δίχως άλλο, ιστορική και για έναν ακόμη λόγο - χάρη στον Μόνο που θα κατάφερνε να λύσει το μυστήριο της λίστας και να φέρει ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης τους φοροφυγάδες που έβγαλαν τα λεφτά τους στους φορολογικούς παραδείσους.

Τους εβραίους φοροφυγάδες, βεβαίως.

Αν κατάφερνε να τους βρει.

Μια και το λάθος, τελικά, δεν το απέφυγε. Το συνειδητοποίησε αρκετές ώρες μετά, όταν - καταϊδρωμένος, εξαντλημένος - σταμάτησε να ξαποστάσει στα παγκάκια της Πλατείας των Βοσγίων.

Πώς ήταν δυνατόν να του ξεφύγει; Όσο κι αν είχε απαρνηθεί τη λαϊκή καταγωγή του, θα έπρεπε να είχε θυμηθεί το γνωμικό με το παζάρι. Σαββατιάτικα, φευ, δεν υπήρχε περίπτωση να αποκριθούν στο κουδούνισμα οι άνθρωποι που αναζητούσε.

Στη θρησκεία τους, το Σάββατο ήταν ιερό. Ημέρα ανάπαυσης. Ούτε στο θυροτηλέφωνο δεν απαντούν. Ειδικά αν ψυλλιάζονται ότι Κάποιος, έστω απελπισμένα και άτσαλα, έχει βγει παγανιά.

Τις σκέψεις του τις διέκοψε μια μπάσα γυναικεία φωνή. Το μεσιέ Βενιζελός τον κοψοχόλιασε. Του άρεσε να τον αναγνωρίζουν, πολιτικός ήταν - όχι όμως στο χάλι που ήταν μετά από το εξάωρο περπάτημα.

Με ανακούφιση αλλά και έκπληξη αντίκρυσε την άσχημη ασπρομάλλα. Στον ουρανό την περίμενε, στη γη την έβρισκε.

Χωρίς να του πει κουβέντα, κάθησε δίπλα του στο παγκάκι και έβγαλε από τη Louis Vuitton τσάντα της ένα ταξιδιωτικό Scrabble. Ψαχούλεψε στο πράσινο σακουλάκι και μετά από δύο λεπτά του έδωσε μία βάση και οκτώ γράμματα. Του έκανε νόημα να συνθέσει μια λέξη.

Ο ευφυής νομικός δεν άργησε να βάλει τα γράμματα στη σωστή, γι' αυτόν, σειρά. Η δικαστική φυλακή, με την κατάληψη της οποίας είχε ξεκινήσει η γαλλική επανάσταση, βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου κάθονταν οι δυο τους.

B-A-S-T-I-L-L-E

Η γαλλίδα χαμογέλασε, πήρε στο αριστερό της χέρι τα γράμματα και, με το δεξί, τα τοποθέτησε με διαφορετική σειρά. Ο Ευάγγελος έμεινε με ανοιχτό το στόμα.

LA LISTE.

Η κυρία έχει χιούμορ! Και μάλιστα διαβολεμένο, όπως φάνηκε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Στο αριστερό της χέρι είχε περισσέψει ένα γράμμα.

Το μπε (Β).

Το πήρε και της το έδειξε, κοιτώντας τη μ' ερωτηματικό ύφος. Εκείνη αμέσως πρόφερε τον ήχο του δεύτερου γράμματος, με τρεμουλιαστή όμως φωνή, έτσι ώστε να ακούγεται σαν ένα κοροϊδευτικό βέλασμα:

Μπέ-ε-ε-ε-ε-ε-ε...
















Διαβάστε και το sequel, εδώ.

4 Οκτ 2012

Le Cash(e)

Από χθες ζω την πραγμάτωση (έστω και στα χαρτιά) ενός παιδικού ονείρου. Θαύμαζα από μικρός το Γκραν Πρι του Μονακό, με το μοναδικό θέαμα των αγωνιστικών αυτοκινήτων στην παραλιακή ζώνη με τα κότερα και τη δυναμική ασχήμια των πολυκατοικιών. Η πόλη όπου μεγάλωσα είχε κι αυτή τα παραπάνω χαρακτηριστικά, και κυρίως τη δυναμική ασχήμια. (ΟΚ, το Πριγκιπάτο έχει κι ένα παλάτι λίγο καλύτερο απ' το παλιό βασιλικό περίπτερο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, άντε και το ωκεανογραφικό μουσείο που ξεπερνά σε επισκεψιμότητα το υπόλειμμα του υποβρυχίου Παπανικολής.) Ονειρευόμουν λοιπόν κι εγώ ότι κάποια στιγμή ο κόσμος θα μιλούσε και για το δικό μας Γκραν Πρι - οι δρόμοι της Condamine φαίνονταν το ίδιο στενοί με αυτούς του αθηναϊκού επινείου (και μάλλον στενότεροι είναι, όπως διαπίστωσα από κοντά), κι επίσης ο Πειραιάς είναι μεγαλύτερος και (από πλευράς μορφολογίας) εντυπωσιακότερος από τα δυο χιλιάδες ψωροστρέμματα του Μονακό.

Το 2000 είχα την τύχη να βρεθώ στο Μονακό, σε ένα γκραν πρι για αντίκες (1-2 βδομάδες πριν το κανονικό). Όσο η πίστα ήταν ακόμη διαμορφωμένη (στην πλήρη της διαδρομή, αυτή που περνά μπροστά από το καζίνο και μετά κάτω από το Grand Hotel κ.λπ.) και διαθέσιμη (για λίγο) στο κοινό, έκανα ένα γύρο με το νοικιασμένο (σύγχρονο) αυτοκίνητο, αισθάνθηκα τη δόνηση από τα kerbs στις στροφές και γενικά ένιωθα σαν μικρό παιδί.

Λίγο αργότερα (2002) αποτύπωσα το παιδικό μου όνειρο σε ένα άρθρο της λάσπης (της), με το οποίο ο Πειραιάς παρουσιαζόταν σαν μία από τις 4 πιθανές τοποθεσίες φιλοξενίας του, υποτιθέμενου, ελληνικού Γκραν Πρι.

Επί λέξει γράφαμε:

Το Πασαλιμάνι, το Τουρκολίμανο, του Προφήτη Ηλία τα σοκάκια: μπροστά τους το Μονακό θα ωχριά. Και ο Πειραιάς θα έχει την μοναδική ευκαιρία να ξαναμπεί υπερήφανος στον παγκόσμιο χάρτη, μια ευκαιρία που την χρειάζεται ιδιαίτερα σήμερα που "Τα Παιδιά του Πειραιά" είναι ντεμοντέ και οι φιλότιμες προσπάθειες του Ολυμπιακού στο Champions League παραμένουν άκαρπες.

Το 2004 μετακόμισα στην Πάτρα, όπου διαπίστωσα ότι το εκεί "Αυτοκινητοδρόμιο" αποτελεί "αναπτυξιακό" όραμα. Τοπικοί επιχειρηματίες, προεξάρχοντος του παλιού νεοδημοκράτη δημάρχου Ευάγγελου Φλωράτου, είχαν αγοράσει πριν πολλά χρόνια μια έκταση κοντά στην ιστορική Χαλανδρίτσα (φραγκιστί Calendrice), ένα συμπαθητικό χωριό στον παλιό δρόμο Πάτρας-Καλαβρύτων κοντά στη συμβολή με τη μαγική "Route 111" (Πάτρα-Δίβρη/Λάμπεια-Τρίπολη).

Το αν μια περιοχή (ή συνολικά μια χώρα) έχει να ωφεληθεί ή όχι από τη διοχέτευση πόρων σε τέτοιες υποδομές, είναι κάτι που πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά και με στοιχεία - το παράδειγμα των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ακόμη νωπό, ενώ στη F1 (που έχω ακούσει, παρεμπιπτόντως, ότι δεν είναι πια "χρυσωρυχείο" τώρα που αποσύρθηκαν οι κάποτε διαφημιζόμενες καπνοβιομηχανίες) επίσης εξαρτώνται πολλά από την πολιτική και τις διαθέσεις των διοργανωτών (βλ. Κωνσταντινούπολη, που μόλις για λίγα χρόνια συμπεριελήφθη στο καλεντάρι - και μετά ξαναβγήκε).

Τι σημασία έχουν όμως τα στοιχεία μπροστά στη "γκλαμουριά"; Τον καιρό του Καραμανλή Jr., ακούστηκε η ιδέα για αξιοποίηση του αυτοκινητοδρομίου στις Σέρρες, ενώ τώρα με την κρίση (που η ελληνική επαρχία φαντάζει ακόμη λιγότερο ελκυστική για "καταναλωτικές" επενδύσεις) το κέντρο βάρους ξαναήρθε στην πρωτεύουσα, και μάλιστα ...στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά!

Πράγματι, το 2011 ο δήμαρχος Κερατσινίου-Δραπετσώνας "κατέβασε" τη σχετική πρόταση, που μπορεί να μην φαντάζει τόσο σικ όσο η ιδέα του "κυρίως" Πειραιά, πλην όμως με ολίγη Μελίνα (και τσίκνα από ιστορικά τοπικά σουβλατζίδικα όπως του Αβραάμ ή του Καράμπαμπα) μπορείς κι αυτή να την καταπιείς

Τις τελευταίες μέρες, όμως, το παιδικό μου όνειρο το έμαθαν και στο εξωτερικό. Η Daily Telegraph έγραψε ότι η ελληνική κυβέρνηση "απελευθέρωσε" 30 "μύρια" ως πρώτη δόση για την κατασκευή αυτοκινητοδρομίου.

Τα σχόλια, όσον αφορά την επιλογή της συγκεκριμένης επενδυτικής προτεραιότητας στους καιρούς που ζούμε, ήταν αναμενόμενα. Θέλω όμως να τονίσω (όσον αφορά το παιδικό μου όνειρο, που με τον τρόπο αυτό αναφέρεται για πρώτη φορά, αν δεν απατώμαι, στον έγκριτο Διεθνή Τύπο) την πινελιά της Süddeutsche, που στη δεύτερη παράγραφο του σχετικού άρθρου της αναφέρει τα εξής:

Σχεδόν κανείς δεν πίστευε τις φήμες, που κυκλοφορούσαν τον Αύγουστο, καθώς ακούγονταν εντελώς τρελές: Πίστα της Formula 1 στην Ελλάδα; Σιγά τώρα - η χώρα έχει αυτόν τον καιρό άλλα προβλήματα, δεν θα ασχοληθεί με την κατασκευή πίστας αγώνων. Στο λιμάνι του Πειραιά, όπως λέγεται, θα χαίρονταν να διοργανώσουν γκραν πρι, που θα ήταν μάλιστα τόσο "χλιδάτο" (γερμ.: glamourös) όσο αυτό του Μόντε Κάρλο.

Η γερμανική εφημερίδα (όπως και η Telegraph) διευκρινίζει ότι τελικά επελέγη η Χαλανδρίτσα Αχαΐας (κι όχι το Δραπετσωνοκερατσίνι) και μιλά για 28,9 εκ. €, από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης. Το συνολικό κόστος των 94,6 εκ. € σύμφωνα με το δημοσίευμα θα τοποθετηθεί από ιδιώτες και η κρατική συμμετοχή θα καταβληθεί με την αποπληρωμή του έργου. Τα στοιχεία, γενικά, επιβεβαιώνονται και αλλού. Τα 30 "μύρια" μάλλον είναι τα ίδια με τα 29,4 εκ. € που, τέσσερις μήνες νωρίτερα, ο κ. Φλωράτος ανέφερε ως "εγκεκριμένα" βάσει του Αναπτυξιακού Νόμου (του 2004, παρακαλώ).

Δεν ξέρω τι θα γίνει τελικά με τις πίστες και σε ποια θα στριμωχνόμαστε μελλοντικά, (ότ)αν ανακάμψουμε, για να πιάσουμε το πρώτο τραπέζι. Έχω πάντως την αμυδρή εντύπωση ότι η εντυπωσιακότερη εμπειρία "αγωνιστικής" (για την ακρίβεια, καταδιωκτικής) οδήγησης στους δρόμους της παλιάς μου πόλης (και άλλων περιοχών του πολύλοφου αλλά και παραθαλάσσιου "λεκανοπεδίου") θα είναι, για πάντα, αυτή που απαθανατίστηκε το 1971 στην ταινία Le Casse με τον Μπελμοντό.

ΥΓ - Για το Champions League προτιμώ να μην πω τίποτε...