24 Απρ 2016

Απογείωση τον Απρίλη

Μια ταράτσα μπορεί να σου δώσει χαρά, με τη σωστή θερμοκρασία, τη θέα στη λίμνη που είναι και θάλασσα αλλά όχι λιμνοθάλασσα, το φως και το ελαφρύ αεράκι που σε πάνε στο καλοκαίρι από τον Απρίλη.






Ένας αριθμός σαν το 361 της παρακάτω εικόνας μπορεί να σου δώσει ανακούφιση, να σου θυμίσει πόσο μακριά είσαι από τη διαφιλονικούμενη ζώνη, το μέτωπο, έναν Μέλανα Δρυμό - γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει στη δική τους γραφή (καρά και μπαγ) ο τόπος με τον επιθετικό προσδιορισμό Νταγλίκ ή Ναγκόρνο ή Ορεινό.




Μια άλλη πινακίδα μπορεί να σε προσγειώσει, σε περίπτωση που ξεχνούσες ότι η δική σου χώρα είναι μόνο μία από τις περίπου 36 που ισχυρίζονται ότι αποτελούν "σταυροδρόμι" μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Λίγοι δρόμοι έχουν το προνόμιο να κατέχουν ταυτόχρονα ευρωπαϊκή και ασιατική αρίθμηση.




Και μια υπόγεια διάβαση στο Μπακού σπάνια θα σε φοβίσει ή θα σε ψυχοπλακώσει. Όσες πέρασα είναι φτιαγμένες με την παλιά μοσχοβίτικη παράδοση των διακοσμημένων και λαμπερών σταθμών του μετρό. Σε μία από αυτές πραγματικά απογειώθηκα. Ήταν από τις λίγες φορές που ένιωσα την επιθυμία να δώσω λεφτά σε μουσικούς του δρόμου (συνήθως αδιαφορώ). Δεν είμαι σίγουρος ότι ήθελαν να τους φωτογραφίσω. Δεν ήθελα να μάθω, βλέποντας τον τραγουδιστή που κράδαινε ένα μισοαδειασμένο μπουκάλι, ώρα μόλις επτάμιση ή οχτώ το βράδυ. Η φωνή δεν ήταν ξεχωριστή αλλά η κιθάρα συνόδευε όμορφα και η γνώριμη μελωδία μαλάκωνε το παχύ το σίγμα, στο -ormush του αφηγηματικού παρατατικού. Ήταν η τούρκικη απόδοση του Tango to Evoraαπό μια παρέα νεαρών αζέρων που ίσως να μην ήξερε την Aleksiyu και τη Νεφέλη, τραγουδούσε όμως τους στίχους του Τσοκ Ουζακλαρντά, "πολύ μακριά", που στο επαναλαμβανόμενο ρεφραίν μιλούν για κάποιον που λέει ότι κλαίει (αγλιγιόρμουsh), "αυτό γράφει στο τελευταίο του γράμμα", κρατάμε όμως μια απόσταση εμείς που διηγούμαστε γιατί δεν έχουμε τρόπο να το διαπιστώσουμε. Ούτε καν να το πολυσκεφτούμε, γιατί εκείνη τη στιγμή νιώθουμε την απουσία αλλά κυρίως την προσμονή για εκείνους και εκείνα που μας λείπουν.

(Από το βίντεο που τράβηξα για να απαθανατίσω το ηχητικό μέρος της ερμηνείας, το παρακάτω καρέ εμφανίζει ένα αγγελούδι που το κατεβάζουν βιαστικά στα σκαλιά. Μέρος κι αυτό μιας μαγικής στιγμής.)


14 Απρ 2016

Ούνα φάτσα, ανάδελφη ράτσα

Μια κοινότοπη παρατήρηση για τη σύγχρονη Ελλάδα είναι τα δύο πόδια που πατάνε ένα στη δύση κι ένα στην ανατολή. Το δυτικό στηρίζεται στο μεγάλο γείτονα, τον "καλό", αυτόν που αγαπήσαμε μέχρι που άρχισε να μας μοιάζει - στο πενταπλάσιο.


Μας άρεσε να ταυτιζόμαστε με την Ιταλία, εννοώ άρεσε στους προ- και προ-προ-παππούδες μας, στους Έλληνες του 19ου αιώνα που ζήτησαν σημείο αναφοράς σε κάτι δυτικό, όχι ανατολίτικο προς Θεού. Έξω οι αμανέδες, μέσα οι καντάδες, τα μαντολίνα και το κουμ κουάτ. Η εθνική της αναγέννηση, λίγο μετά από την δική μας, τόνωσε την αίσθηση της κοινής πορείας - εκατέρωθεν του Ιονίου μάλιστα, αν θυμηθούμε τους γαριβαλδινούς εθελοντές στις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων μεταξύ 1897 και 1914.


Είναι εντυπωσιακό το πώς ξεθώριασε η μνήμη του ιταλικού αλυτρωτισμού και των όσων αυτός προκάλεσε στη χώρα μας και τη γύρω περιοχή στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Προσωπικά - και δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος - μεγάλωσα με την απλοϊκή εξιστόρηση ότι οι Γερμανοί ήταν οι σκληροί κατακτητές και οι Ιταλοί κατά βάση καλοί και ανθρώπινοι, αν όχι και λίγο φλώροι. Είναι γεγονός ότι τα ναζιστικά εγκλήματα σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία, όπως έχουν σημαδέψει και την Ελλάδα συγκεκριμένες τραγωδίες από γερμανικά χέρια, το 1943-44 κυρίως. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι η μάλλον μικρή επίδραση των όσων έζησε συστηματικά, έντονα και οδυνηρά η Ελλάδα και πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί εξαιτίας του ιταλικού ιμπεριαλισμού - και όχι μόνο του Ντούτσε.


Η νέα μεγάλη δύναμη που προέκυψε από τη συνένωση των παλαιότερων κρατών μεταξύ Άλπεων και Σικελίας δεν έκανε κάτι διαφορετικό από την Ελλάδα και άλλες χώρες: Προσπάθησε να ενώσει στην κυριαρχία της και τους πληθυσμούς που έμεναν εκτός συνόρων, συνήθως ανακατεμένοι με άλλους και όχι πάντα πλειοψηφικοί στη διεκδικούμενη περιοχή. Η διαφορά είναι ότι η χώρα των πολλών δεκάδων εκατομμυρίων - που δεν της έλειπαν βιομηχανίες και ναυπηγεία - ήταν υπολογίσιμη στρατιωτικά, τόσο που δεν δίστασαν να της υποσχεθούν λαγούς με πετραχήλια οι αγγλογάλλοι για να την πάρουν μαζί τους στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Ιταλοί προστέθηκαν έτσι στις χώρες που απέκτησαν βλέψεις επί της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που έδειξαν νωρίς καταλαμβάνοντας τα Δωδεκάνησα πριν ακομη η Ελλάδα οργανώσει τη δική της απελευθερωτική επίθεση στα Βαλκάνια και το Αιγαίο.


Η αλληλεγγύη της Ιταλίας προς την Ελλάδα είχε δώσει τη θέση της στον ανταγωνισμό, που συχνά πήρε τη μορφή σύγκρουσης. Οι αντικρουόμενες αγγλογαλλικές υποσχέσεις προς Ιταλία και Ελλάδα - γιατί κι εμείς με την υπόσχεση της Μικρασίας συνταχθήκαμε με την Αντάντ - έπαιξαν το ρόλο τους. Στη Σμύρνη το 1919 αποβιβαστήκαμε όταν μάθαμε ότι οι Ιταλοί κινήθηκαν για να αποδείξουν ότι η γκιαούρικη μητρόπολη ήταν στα "περίχωρα" της Αττάλειας, της μόνης μικρασιατικής πόλης που ρητώς τους είχε αποδοθεί ως επίκεντρο μιας ασαφούς ζώνης επιρροής. Στη διάρκεια του πολέμου 1919-22, Ιταλοί και Έλληνες συναντιόνταν, όχι πάντα ανώδυνα, στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Τα πραγματικά δύσκολα όμως άρχισαν αμέσως μετά την καταστροφή, όταν έγινε σαφές ότι το φρενάρισμα της ταλαιπωρημένης Ελλάδας έδινε πεδίο δόξης λαμπρό στον ιταλικό επεκτατισμό.


Αν ο ναζισμός ήταν απόρροια οργής από την ταπείνωση της ηττημένης Γερμανίας, ο ιταλικός φασισμός προέκυψε από το παράπονο του αχόρταγου αλλά όχι δικαιωμένου νικητή. Τα Δωδεκάνησα και η Τεργέστη με την Ιστρία δεν θεωρήθηκαν επαρκής επιβράβευση για μια χώρα που, αντικειμενικά μιλώντας, έμεινε γνωστή στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κυρίως για τη νίλα στο Καπορέττο (Κόμπαριντ της Σλοβενίας σήμερα) παρά για οποιοδήποτε κατόρθωμα. Ο φασισμός δεν ήταν παιδί κυρίως της οικονομικής κρίσης, που στη Γερμανία έφερε την πολιτική αστάθεια και τη σταδιακή άνοδο ενός περιθωριακού κινήματος οργής τύπου σημερινής Χρυσής Αυγής. Οι διάφοροι ντούτσε επικράτησαν νωρίς. Ντούτσε ήταν ο Ντ' Ανούντσιο, λογοτέχνης που πρωτοστάτησε στο κίνημα του Φιούμε, την ταραχή που οδήγησε στη σταδιακή ενσωμάτωση της σημερινής Ριέκας στην Ιταλία παρά τις αρχικές συμφωνίες. Ο δε γνωστότερος ντούτσε, το μετέπειτα "κορόιδο" διά στόματος Βέμπο, κατέλαβε για πλάκα με στρατεύματά του την Κέρκυρα για ένα μήνα το 1923, με αφορμή ένα μάλλον προβοκατόρικο ελληνοαλβανικό μεθοριακό επεισόδιο. Λέγεται ακόμη ότι ιταλικής έμπνευσης ήταν το περίεργο τριήμερο περιστατικό αυτονόμησης της Σάμου - γειτονικής στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα -  δυο χρόνια μετά (Ιούνιος 1925).


Τα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα μεταξύ 1941-43 ήταν κυρίως ιταλικά. Μόνο με λουλούδια δεν αντιμετώπισε το ιταλικό ιππικό τους διαδηλωτές της 25ης Μαρτίου 1943. Βιαιότητες υπήρξαν και αλλού, όχι μόνο κατασταλτικές αλλά και με συγκεκριμένες στοχεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της ουσιαστικής προσάρτησης των Επτανήσων καθώς και της στήριξης ενός φιλοϊταλικού βλάχικου κινήματος στην Πίνδο. Ωστόσο, στη συλλογική μνήμη οι καλοκάγαθοι γείτονές μας παίρνουν κιθαρίτσες και τραγουδάνε μαζί με τους Έλληνες, μέχρι να χαλάσουν τη γαλήνη όλων οι βάναυσοι Φριτς με τα αυτόματα και τα ράους.


Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας την έκανε διεθνώς συμπαθέστερη, όπως και το προφίλ της ήπιας ισχύος που επέδειξε συστηματικά στη μεταπολεμική περίοδο. Οι Έλληνες όπως ήταν φυσικό την προτιμούσαν για σπουδές, για πρόσβαση στη Δύση, ως υπόδειγμα για το τι μπορεί να γίνει μια μεσογειακή χώρα, ως τόπο πολιτισμού, μόδας και γευσιγνωσίας. Οι όποιες μνήμες, μετά από τόσα άλλα εντονότερα που μεσολάβησαν, ξεθώριασαν αρκετά ώστε πόλεις που έχασαν κόσμο στους βομβαρδισμούς του '40 να πανηγυρίζουν ξέφρενα τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες της Εθνικής Ιταλίας μία και δύο γενιές αργότερα.


Μην παρερμηνεύετε αυτά που διαβάζετε. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη λήθη - τη θεωρώ υγιέστατη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μόνο, να, μου φαίνεται κομμάτι επιλεκτική. Δεν τη βλέπω να εφαρμόζεται γενικότερα, αν κρίνω από διάφορες εμμονές για γεγονότα ή και λόγια που δεν τα πρόλαβε πια κανείς εν ζωή Έλληνας - με απόσταση ενός ή περισσότερων αιώνων. Ας παραδεχτούμε ότι στην Ιταλία έχουμε βρει την σταθερά αγαπημένη μας μεγάλη χώρα, που με μεγαλοψυχία μας αφήνει να νομίζουμε ότι είμαστε "ούνα ράτσα, ούνα φάτσα", ξέροντας ότι την επόμενη ώρα θα θυμηθούμε αυτάρεσκα, τρομάρα μας, πόσο ανάδελφον έθνος είμεθα.




Στη φωτό η Ριέκα, πρώην Φιούμε. Και τα δύο ονόματα της πόλης σημαίνουν ποτάμι, το διερχόμενο που μεσοπολεμικά - μετά τις ταραχές - αποτελούσε το σύνορο Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας.





9 Απρ 2016

Εν αρχή ήσαν η γη τε και το ύδωρ, ήγουν...

Δεν υπάρχει τίποτα το μαγικό αν κάτι διαρκεί δέκα χρόνια. Μπορεί να είναι ένα εύκολο κλισέ ο κύκλος, αλλά η πραγματική ζωή παίρνει δρόμο, δεν γυρίζει πίσω στα ίδια. Κύκλους κάνουν οι ιώσεις, όπως σωστά μου είπαν.

Το laspi.gr έζησε μια δεκαετία, τον καιρό που το διαδίκτυο άρχισε να γίνεται σημαντικό μα δεν ήταν ακόμη αυτονόητο. Οι αλλαγές στις ζωές των "αρχισυντακτών" σε συνδυασμό με κάποιες σκοτεινές κυβερνοεπιθέσεις έκοψαν τη φόρα στο διαδικτυακό σατιρικό περιοδικό - μετεξέλιξη μιας καλτ έντυπης έκδοσης 27 αντιτύπων.

Ένας από τους δημιουργούς, εμπνευσμένος από τη δική του αλλαγή, αποφάσισε τότε να ξεκινήσει (πρώτα στο blogsource και μετά εδώ) το δικό του σημείο έκφρασης. Δεν ξέρω αν η επανεμφάνιση της λάσπης (της) - ασυγκρίτως πιο δημοφιλούς από οποιαδήποτε ατομική μας πρωτοβουλία - θα ξεφύγει από την αναβίωση του παρελθοντος και θα συνδεθεί με νέο υλικό. Ούτε αν, φέτος που κλείνει δεκαετία από τα πρώτα άρθρα του εδώ ιστολογίου, θα ολοκληρωθεί η πορεία του.

Έχοντας αναγγείλει στις αρχές του 2010 μια βραχύβια απόφαση διακοπής του μπλογκ - που ανατράπηκε πριν καν κλείσει μήνας - ξέρω ότι δεν πρέπει να λέμε μεγάλες κουβέντες. Ακόμη και όταν τα χρόνια είναι στρογγυλά, ακόμη κι αν η νέα δική μου μετοίκηση είναι σημάδι αλλαγής όσο λίγα - ακόμη, τέλος, κι αν η επικαιρότητα της Ελλάδας (πηγή για το μεγαλύτερο μέρος των αναρτήσεων) μου είναι τώρα μακρινή και από κάποιες απόψεις απαγορευτική (ή και ηθικά απαγορευμένη) για σχολιασμό.

Με άλλα λόγια, δεν ξέρω τι θα γίνει με αυτό εδώ το μπλογκ, το σίγουρο όμως είναι ότι στο laspi.gr έχετε πολλά να διαβάσετε. Ακόμη κι αν είστε από αυτούς που δεν έχαναν δημοσίευση. Ή ειδικά εσείς - θα εκπλαγείτε και οι ίδιοι με την εξέλιξη κάποιων πραγμάτων (και προσώπων) και τη σταθερότητα ή στασιμότητα άλλων.

Απολαύστε!

2 Απρ 2016

Ο άνεμος

Αυτά που παίρνει ο άνεμος, δεν ξέρουμε στα σίγουρα πού πηγαίνουν. Ξέρουμε μόνο ότι τα παίρνει. Και χαιρόμαστε που εμείς μένουμε ακλόνητοι.

Έχω έναν αγαπημένο άνεμο, είναι βοριάς συνήθως, στεγνός και στιβαρός. Τέσσερα με πέντε μπωφόρ, με συντρόφευε τα καλοκαίρια. Ποτέ δεν απόρησα πού πηγαίνει. Μάλλον πουθενά. Στο φεγγαρόφωτο, τα κύματα του κόλπου έδειχναν μια κίνηση σχεδόν ορμητική, σαν ποτάμι. Ο Δούναβης του Αιγαίου βέβαια δεν πήγαινε πουθενά, στο μυχό κατέληγαν όλα, με παφλασμό και μπόλικο σκουπίδι.

Κι άλλες φορές που καθόμουν στο μυχό, σε τραπέζι βραδινό, τελευταία παρέα του μαγαζιού πριν κλείσει αλλά και μετά το κλείσιμο, ένιωθα πάλι τον αέρα να συνεχίζει εκεί που το κύμα έσκαγε και σταματούσε. Κάπου θα πήγαινε, δεν μπορεί, αλλά ποτέ δεν έμαθα. Καθόμουν και απολάμβανα. Και καλά έκανα. Δεν μπορούσα να τον σταματήσω, να τον αλλάξω, ούτε καν να τον μετριάσω.

Ούτε στενοχωριόμουν για τις χαρτοπετσέτες και όλα τα άλλα που έφευγαν. Μου αρκούσε η δική μου δύναμη. Πατούσα γερά. Κάποτε καθόμουν. Κάποτε προχωρούσα. Κόντρα ή πρίμα.

Ο καιρός αλλάζει, οι πορείες το ίδιο, τα δήθεν σταθερά φθείρονται, ή σπάνε, ή τελειώνουν. Μόνο κάτι σκουπίδια αποδεικνύονται εξόχως ανθεκτικά, αδιάσπαστα. Καθώς και κάποια σπάνια ανθρώπινα δημιουργήματα. Τα περισσότερα είναι στα κεφάλια μας. Μπορεί και να αποτυπώνονται σε ύλη, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια.

Ένας άνεμος τελικά δίνει τη δύναμη και εδώ. Χλευάζοντας τα μυαλά που παίρνουν αέρα μπορεί καμιά φορά να κρύβουμε θαυμασμό (θα αποφύγω να σκεφτώ το φθόνο) ή να συνειδητοποιούμε με τρόμο ότι δεν είμαστε αμετακίνητοι κι ούτε θα 'πρεπε.