31 Δεκ 2020

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ COVID-19

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ COVID-19

Αντίο στην ανέμελη ζωή του προ πανδημίας κόσμου

Στις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους, ο Κ αποφάσισε να δει γιατρό. Το ιατρείο ήταν κοντά, στο τέλος του δρόμου. Καναδυό φορές είχε σκεφτεί να πεταχτεί καθώς περνούσε, αλλά απέρριψε την ιδέα. Δεν κάνει να μπαίνεις στα ξαφνικά, καθώς δεν ξέρεις ποιος θα καθόταν στην καρέκλα ή ποιος θα ξεφύλλιζε τις σελίδες του Homes and Gardens. Θέλει σκέψη. Ήταν ξεκάθαρο, όμως, ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Διότι, παρόλο που η ζωή του ήταν εντελώς άνετη κι επιτυχημένη, είχε αρχίσει να προβληματίζεται.
Κάποτε γύριζε τον κόσμο σαν τον άνεμο, ξένοιαστος σαν πουλί. Πεταγόταν όρθιος τα πρωινά, άνοιγε την κουρτίνα και το παράθυρο, έπαιρνε βαθιές ανάσες στον αέρα του πρωινού. Τώρα πια σηκωνόταν πιο επιφυλακτικά, για να μη μπλεχτεί στο πάπλωμα και στραμπουλήξει τίποτα. Μετακινούσε απαλά την κουρτίνα, γιατί δεν ήξερε αν θα έβρισκε κάποιον να τη φτιάξει σε περίπτωση που φράκαρε. Κι αν άκουγε τον από κάτω να βήχει και πάλι στην κουζίνα του, παρέλειπε το πρωινό αεράκι.
Παλιά, έπαιρνε συχνά το πρωινό του στον δρόμο: τσιμπούσε κάτι που του άρεσε και που το αγόραζε από το χέρι κάποιου που δεν φορούσε γάντι, και μετά περνούσε γρήγορα απέναντι, ξεμπλέκοντας τα ακουστικά του όσο περπατούσε, για να περιμένει το λεωφορείο. Ή, αν ήθελε, άρπαζε ένα φρούτο από τον πάγκο δίπλα στο μετρό. Ή μαοούσε κατευθείαν ένα μήλο αγορασμένο από τον πάγκο -ή ένα bhaji κρεμμυδιού ή στρείδια δίπλα στη θάλασσα- χωρίς δεύτερη σκέψη! Τώρα όμως, όπως θα έλεγε και ο J. Alfred Prufrock, τολμούσε να φάει ροδάκινο; Ή οτιδήποτε άλλο ασυσκεύαστο;
Καθώς μασούσε τα μούσλι που ετοίμασε στο σπίτι, ο Κ ψύχραιμα συζήτησε με τον εαυτό του, όπως έκανε σχεδόν καθημερινά, αν χρειαζόταν να πάει στο γραφείο ή όχι. Δεν μπορούσε να πάει μόνο και μόνο επειδή είχε τη διάθεση. Έπρεπε να δεσμευτεί. Η λέξη "ξαφνικά" ήταν πάντα ύποπτη: έπρεπε να υπάρχει επαρκής λόγος. Η πόλη ήταν κάποτε ο τόπος στον οποίο θα βούταγε καθημερινά σαν κολυμβητής, αντιμετωπίζοντας οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του. Τώρα ήταν το μέρος από το οποίο, όταν επέστρεφε, αμέσως και σχολαστικά έπλενε τα χέρια του.
Πόσο απερίσκεπτη φαινόταν αυτή η παλιά ύπαρξη! Πόσο ανεξέλεγκτη, πόσο αμέριμνη! Έβγαινε από το γραφείο όποτε του κάπνιζε. Δοκίμαζε σακάκια για την πλάκα του, ή περνούσε μια ώρα σε βιβλιοπωλείο ξεφυλλίζοντας Ζολά το ένα λεπτό, Πλαθ το επόμενο - γιατί όχι; Τώρα, αν τυχόν ήθελε να ζήσει αυτόν τον πρωτόγονο τρόπο αγορών, αποφάσιζε πρώτα τι ήθελε και πήγαινε κατευθείαν να το πάρει, συνειδητά και απερίσπαστος: σοβαρός πολίτης με τις σκέψεις του τακτοποιημένες.
Ήταν διαρκώς τακτοποιημένες πια. Κάποτε με τους συναδέλφους τα βράδια στην παμπ κατέβαζαν κάθε τρελή ιδέα, να γδυθούν και να βουτήξουν στο ποτάμι ή να ξεκινήσουν καινούργια πυραμίδα Ponzi. Ανοησίες, βέβαια. Ποιος ξέρει τι βράχια ή καροτσάκια σούπερ μάρκετ κρύβονται στον βυθό του ποταμού; Και πού κατέληξαν όλες αυτές οι κομπίνες; Ήταν τόσο κενές όσο τα high-five και τα σκουντήματα στον ώμο που τις συνόδευαν. Κι όσο για τις παραγωγικές συναντήσεις μπροστα από μια οθόνη, που γεννούσαν καινούργια σχέδια - γιατί να το ρισκάρεις; Γιατί να σκοτιστείς για την αναλαμπή της φαεινής ιδέας;
Στις τόσο πρόσφατες μέρες που γύριζε τους δρόμους, κέρδιζε τη ματιά νεαρών γυναικών που ίσως ανταπέδιδαν το χαμόγελό του, έπιαναν την κουβέντα και με λίγη τύχη κατέληγαν μαζί του στο κρεβάτι. Το #MeToo τα είχε μετριάσει αυτά - και τώρα, φαίνονταν απαγορευτικά. Δεν ήθελε πια να πάει στο διαμέρισμά τους, ούτε να τις φέρει στο δικό του. Το φιλί, η αγκαλιά, ακόμη και το χάδι στο γόνατο στα πίσω καθίσματα του σινεμά, δεν ήταν καν να τα σκέφτεσαι. Ακόμη και το γραφείο ήταν γεμάτο ματαιότητα. Το καμάκι στην κουζίνα του γραφείου φαινόταν τόσο ανεύθυνο πια όσο και το να μαζεύεις μίλια πτήσεων με ένα γρήγορο σαββατοκύριακο στη Βενετία, κάτι που μια φορά είχε καταφέρει.
Δυστυχώς, ακόμη ονειρευόταν - με λίμπιντο τόσο ανέμελη όσο ποτέ - να πάρει στην αγκαλιά του την Ντορήν από τη Μηχανογράφηση, να κρύψει το πρόσωπό του στα κόκκινα μακριά μαλλιά της και να κάνει τον γύρο του κόσμου μαζί της. Ήξερε όμως τώρα, κάθε που ξυπνούσε, ότι δεν έπρεπε να ονειρεύεται χωρίς πλήρη εκτίμηση κινδύνων. Και ξαφνικά του μπήκε η ιδέα, τρέμοντας, ότι μπορεί να είναι άρρωστος.
Το online ραντεβού με τον Δρ Μ ήταν σύντομο. Ο ευγενικός γιατρός δεν χρειάστηκε πολύ για να βγάλει τη διάγνωση. Ο αυθορμητισμός του Κ είχε πεθάνει. Κι ο θάνατος αυτός, τον διαβεβαίωσε ο Δρ Μ, ήταν παγκόσμιος.
(Ann Wroe, συντάκτρια νεκρολογιών [!] του Economist. Από το "World in 2021". Μετάφραση δική μου.)

8 Δεκ 2020

Οι γείτονες και ο οίκος μας

Από τότε που ξεκίνησε η σύγχρονη φάση του "μακεδονικού", δηλαδή από την διακήρυξη ανεξαρτησίας το 1991 της τότε γιουγκοσλαβικής "Μακεδονίας", ακούγεται και διαβάζεται συχνά στην Ελλάδα η άποψη περί "βουλγαρικού" χαρακτήρα του γειτονικού λαού. Χρωματίζεται μάλιστα η άποψη αυτή με πατριωτικούς τόνους, υποτίθεται ως συμφερότερη για την χώρα μας. Ενδιαφέρει, συνεπώς, να εξετάσουμε κατά πόσον ισχύει κάτι τέτοιο. 

Η ιστορική εμφάνιση του "μακεδονικού" τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα, πρωτίστως ως σύγκρουση Ελλάδας και Βουλγαρίας για το συγκεκριμένο έδαφος της "παρακμάζουσας" Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η παροιμιώδης ανάμιξη πληθυσμών διαφορετικών γλωσσών και θρησκειών επιδιώχθηκε να μεταφραστεί σε "καθαρές" διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανικών κρατών. Μέρος της συζήτησης ήταν η ταυτοποίηση της σλαβικής διαλέκτου που μιλούσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι Βούλγαροι τόνιζαν τον βουλγαρικό χαρακτήρα της "ντοπιολαλιάς" ενώ οι Έλληνες έβλεπαν "μακεδονική" ιδιαιτερότητα, ακριβώς για να μη "δώσουν" στους ανταγωνιστές τους προβάδισμα στις διεκδικήσεις. 

Ο Μυριβήλης που έγραψε για "μακεντόν ορτοντόξ" -περιγράφοντας τον λαό που δεν ήταν μήτε Έλληνες, μήτες Σέρβοι, μήτε Βούλγαροι- δεν πρέπει να ήταν εκτός του κλίματος προ εκατονταετίας. Σίγουρα και οι σύμμαχοι Σέρβοι είχαν κάθε λόγο να τονίζουν την "σλαβομακεδονική" ιδιαιτερότητα που, υποτίθεται, διαχώριζε τους κατοίκους των νέων τους εδαφών από τους γείτονες Βουλγάρους. Οι Σέρβοι εθνολόγοι πρόβαλαν χωριστά αυτή τη νέα εθνότητα στους χάρτες τους, τον καιρό που οι Βούλγαροι επέμεναν ότι πρόκειται για ομοεθνείς τους. 

Οι ελληνικές απογραφές, σε όμοιο κλίμα στον μεσοπόλεμο, αναφέρονται σε μακεδονοσλαυική γλώσσα, περιορίζοντας την βουλγαρική στους μουσουλμάνους Πομάκους της Θράκης. Είναι προφανές ότι την Ελλάδα την βόλευε να έχει σύνορα με τέσσερις χώρες κι όχι με μια "μεγάλη Βουλγαρία" στον βορρά και σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη. 

Στον Β' Παγκόσμιο αυτή η μεγάλη Βουλγαρία πρόσκαιρα πραγματοποιήθηκε, καθώς οι γείτονες προσάρτησαν όχι μόνο την ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (πλην μιας ζώνης στον Έβρο), αλλά και τη νυν Βόρεια Μακεδονία, με εξαίρεση τα εδάφη των αλβανοφώνων στα βορειοδυτικά. Στην κατοχή της Γιουγκοσλαβίας αντιστάθηκαν οι Παρτιζάνοι, που μάλιστα έκαναν σημαία τους την προώθηση της "μακεδονικής" εθνότητας (με κορύφωση την ανακήρυξη κράτους, με διαδοχικές ονομασίες από το 1944 και μετά, εν τέλει ομόσπονδη σοσιαλιστική δημοκρατία). Ωστόσο φαίνεται ότι υπήρχε παράλληλα και ένα φιλοβουλγαρικό "λαϊκό αίσθημα" στην περιοχή του Βαρδάρη, που κατά κάποιον τρόπο αποτυπώνεται στην πρόσφατη δήλωση του Βορειομακεδόνα πρωθυπουργού Ζάεφ περί βουλγαρικής "διοίκησης" και όχι κατοχής ή προσάρτησης. 

Η τόνωση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού είχε αναμφισβήτητα τα παρατράγουδά της, όπως την εδραίωση της ιδέας για μια δήθεν αλύτρωτη ευρύτερη Μακεδονία, που συμπεριελάμβανε όχι μόνο τον γιουγκοσλαβικό Βαρδάρη αλλά και το ελληνικό Αιγαίο (ελληνική Μακεδονία) καθώς και το βουλγαρικό Πιρίν (κοιλάδα Στρυμώνα). Σπόνσορας του εθνικισμού αυτού ήταν πλέον η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Η βουλγαρική στάση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η νέα (κομμουνιστική, μεταφασιστική) ηγεσία της χώρας όχι μόνο αποχώρησε ασυζητητί από τα εδάφη που είχε προσαρτήσει, αλλά και -όπως λέγεται- συζητούσε και ενδεχομένως συμφώνησε (Τίτο-Δημητρώφ) διάφορες εδαφικές ανακατατάξεις: (α) την επιστροφή στη Βουλγαρία των δυτικών εδαφών στο Τσάριμπροντ, νυν Ντιμίτροφγκραντ, και (β) την ομοσπονδοποίηση Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας, με ένωση της Μακεδονίας Πιρίν με αυτήν του Βαρδάρη. 

Τον ίδιο καιρό οι βουλγαρικές απογραφές εμφανίζουν μια νέα εθνική μειονότητα, τη "μακεδονική", που δείχνει να αριθμεί 150 με 200 χιλιάδες άτομα - πλην όμως "εξαφανίζεται" μετά τη δεκαετία του 1950. Πιθανότατα αυτο συνδέεται με σταδιακή απομάκρυνση Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας (μετά και την αποχώρηση της πρώτης απο την σοβιετική συμμαχία). Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό επεισόδιο της μεταπολεμικής βουλγαρικής ιστορίας όπου αποσιωπώνται εθνοτικές μειονότητες. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τι έγινε τη δεκαετία του 1980 με τους Τούρκους που αναγκάστηκαν (βλ. περίπτωση Σουλεϊμάνοφ) να αλλάξουν επώνυμα. 

Η Ελλάδα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και όλες τις συζητήσεις περί "βαλκανικής ομοσπονδίας" που συνόδεψαν το αντάρτικο και τον εμφύλιο, αφού αποτύπωσε για μια τελευταία φορά τη γλωσσική σύνθεση πληθυσμού το 1951, απλά σταμάτησε να μιλά για μειονότητες, πέραν της "θρησκευτικής" τοιαύτης στη Θράκη. Στο αντίβαρο της σκοπιανής προπαγάνδας για υπόδουλους Μακεδόνες που "στενάζουν" κάτω από την Ελλάδα, υπήρχε η ελληνική άρνηση έως και καταπίεση της ιδιαίτερης ταυτότητας μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών. Η φοβική αυτή αντιμετώπιση, πακέτο με τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό, δεν άφηνε περιθώρια για να διαφανούν οι λεπτές αποχρώσεις: οι κραυγές για "Εαμοβούλγαρους" κάλυπταν την ιστορική αντιβουλγαρική στάση πολλών Σλαβοφώνων, ενώ ακόμη και σήμερα πολλοί Έλληνες αγνοούν την ιστορία του "καπετάν Κώτα" - του Μακεδόνα Κότε Χρίστοφ που συνέβαλε στον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα και λέγεται ότι την ώρα του φόνου του φώναξε "ζήτω η Ελλάδα" στη γλώσσα του και όχι στη δική μας, που δεν γνώριζε. 

Το γεγονός παραμένει ότι το γιουγκοσλαβικό κράτος κράτησε μάλλον χαμηλά το θέμα των μειονοτήτων, παρόλο που η "μακεδονική" ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες της ομοσπονδίας έως το 1991. Το νέο κράτος των Σκοπίων, παρόλο που αντικειμενικά δεν εξέφρασε διεκδικήσεις, ακολούθησε μια δραστήρια πολιτική με συστατικά την υιοθέτηση μιας "διαχρονικής" ταυτότητας (βλ. ήλιο Βεργίνας, που τόνιζε την υποτιθέμενη σύνδεση αρχαίων Μακεδόνων και σημερινών Σλάβων) και την προβολή των "Μακεδόνων" ως αδύναμου, μικρού έθνους απέναντι στο οποίο "λεονταρίζει" η καλομαθημένη Ελλάδα. Η ελληνική στάση, μετά από το εμπάργκο και την ενδιάμεση συμφωνία, διατηρήθηκε σε ένα modus operandi ανοχής και αναμονής, μέχρι τη συμφωνία των Πρεσπών - η οποία έλυσε το θέμα ονόματος χώρας κάπου στη μέση, αφήνοντας όμως τους χαρακτηρισμούς "Μακεδόνας" και "μακεδονική" για την εθνότητα και την προέλευση/γλώσσα, χωρίς το γεωγραφικό πρόθεμα. Ενδιαφέρον είναι επίσης το ότι οι Πρέσπες επικεντρώθηκαν στις διακρατικές σχέσεις, αφήνοντας ανέγγιχτα τα θέματα των όποιων μειονοτήτων. 

Σε αντίθεση με την προβεβλημένη και διεθνώς (και κυρίως εις βάρος της Ελλάδας) διαφωνία "για το όνομα", οι άλλοι τρεις γείτονες της Βόρειας Μακεδονίας έχουν μάλλον σοβαρότερα θέματα μαζί της. Η Αλβανία, μετά και από ένοπλα επεισόδια (το 2001) με συμμετοχή της αλβανικής μειονότητας της τότε "πΓΔΜ", επανειλημμένα πιεσε και πετυχαίνει την θεσμοθετημένη συμμετοχή του αλβανικού στοιχείου στο βορειομακεδονικό κράτος. Η Σερβία -παρόλο που πάντα, όπως και οι άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, αναγνώριζε τους πρώην συμπολίτες ως "Μακεδόνες"- διατηρεί ζωντανά τα θέματα της εκκλησιαστικής διοίκησης, μη αναγνωρίζοντας την "μακεδονική ορθόδοξη Εκκλησία" παρόλο που αυτή υπάρχει από το 1967 και πλέον εκφράζει τους περισσότερους ορθόδοξους πιστούς της χώρας των Σκοπίων. Η Βουλγαρία, πάλι, είναι ξεχωριστό κεφάλαιο.

Οι πιο δύσκολες σχέσεις, συχνά, είναι αυτές ανάμεσα σε αυτούς που μένουν κι αυτούς που φεύγουν. Οι Βούλγαροι (με εξαίρεση το ιντερλούδιο των συνεννοήσεων Τίτο-Δημητρώφ) θεωρούν τους Σλαβομακεδόνες "σάρκα από τη σάρκα τους" και σήμερα αντιδρούν στην αναγνώριση από μέρους τους μιας χωριστής γλώσσας και εθνότητας. Λάδι στη φωτιά στο συγκεκριμένο θέμα ρίχνει και η διαδεδομένη τάση πολλών Σλαβομακεδόνων (με επιφανέστερο ίσως τον πρώην πρωθυπουργό Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι) να αναζητούν "βουλγαρικές ρίζες", να παίρνουν την υπηκοότητα των γειτόνων - μελών της ΕΕ και να βγάζουν το αντίστοιχο διαβατήριο. Το εθνικιστικό κόμμα ΒΜΡΟ, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, αντιδρά σε κάθε τέτοια παραχώρηση, παρόλο που το όνομά του προέρχεται από την ομώνυμη φιλοβουλγαρική οργάνωση του ύστερου 19ου αιώνα - αντανακλώντας (όπως και η όλη εν εξελίξει διαμάχη για τους κοινούς εθνικούς ήρωες όπως ο Ντέλτσεφ) την αντικειμενικά βαθιά "διαπλοκή" ανάμεσα σε ένα έθνος γνωστό επί χιλιετία και πλέον και σε ένα άλλο, σχετικά πρόσφατο. Όπως και στη συμφωνία Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας (ΝΑΤΟ), η εισδοχή της δεύτερης σε διεθνείς οργανισμούς είναι το "γήπεδο" (ΕΕ, στη συζήτηση με τη Βουλγαρία) στο οποίο εμφανίζονται και χρησιμοποιούνται τα "ιστορικού" χαρακτήρα επιχειρήματα - δυσχεραίνοντας εν τέλει την απαραίτητη πορεία προς τα εμπρός μέσα από μια μάλλον υπερβολική (κατά τη γνώμη μου) έμφαση σε "διδάγματα της ιστορίας". 

Φυλάγοντας τα ρούχα μας για να έχουμε "τα μισά", κι από τη θέση σχετικής άνεσης της συγκριτικά καλύτερης κατάστασης (οικονομικής, αμυντικής, διεθνούς) της Ελλάδας σε σχέση με τους βαλκάνιους γείτονες, δεν βλέπω να έχουμε κανέναν λόγο να αβαντάρουμε κανενός τον εθνικισμό (επιπλέον της οφειλόμενης προσπάθειας να τιθασεύουμε τον όποιον δικό μας). Προσωπικά νιώθω εντελώς ουδέτερος απέναντι στη διαφωνία Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας. Προτιμώ να κοιτάζω τα του οίκου μας και να νοιάζομαι πρωτίστως για την απαραίτητη τιμή και φροντίδα που οφείλουμε στους Σλαβόφωνους συμπατριώτες μας: Αναγνώριση της ιδιαιτερότητάς τους ως κομμάτι της πατρίδας, του έθνους και της ιστορίας μας. Επίσημη καταγραφή των διαλέκτων που μιλιούνται στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη, σε όλο το φάσμα από Φλώρινα-Καστοριά (και τυχόν Σλαβόφωνους καταγόμενους από περιοχές εκτός των συνόρων μας) έως τους θρακιώτες Πομάκους - με επαγγελματισμό και επιστημονικότητα, ώστε να μην αποκρύπτονται οι ομοιότητες με τις όμορες διαλέκτους των γειτόνων, αλλά και με αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε πολιτική εκμετάλλευση. Προβολή των παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένων των σημείων επαφής τους με τη μη σλαβόφωνη πλειοψηφία. Και αυτοπεποίθηση, όπως αρμόζει σε μια χώρα προηγμένη - με τα "θεματάκια" της αλλά και με τον ρόλο της ως σημείο αναφοράς και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, συν την ικανότητά της να παίξει τον ρόλο honest broker (έντιμου διαμεσολαβητή) αν και όπου χρειαστεί. Κι από κει και πέρα, τα politics, τα βέτο και τα γεωπολιτικά συμφέροντα είναι μια μεγάλη ιστορία, που αενάως επαναλαμβάνεται (αν θυμηθούμε τις κατά καιρούς "ανυπέρβλητες" ενστάσεις, όπως το παρολίγο μπλοκάρισμα Ισπανίας και Πορτογαλίας από μέρους μας πριν την ένταξή τους το 1986, που αποφεύχθηκε όταν συμφωνήθηκαν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα).