25 Ιουλ 2017

Από τη Τζαμάικα στη Χονολουλού

Ο θάνατος του Γιάννη Καλατζή ήρθε πρόσφατα, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια απουσίας από το προσκήνιο: για πάνω από τη μισή του ζωή ήταν ένας θρύλος, χτισμένος σε μια χρυσή δεκαετία επιτυχιών. Ακούγοντας πολλά από τα χαρακτηριστικά του τραγούδια περίπου σε infinite loop στη διάρκεια του οδικού ταξιδιού μου διαμέσου των Βαλκανίων -χάρη σε έναν youtube-to-mp3 converter και σε δύο άλμπουμ που μου έστειλε ένας φίλος- συντρόφευσα την οδήγηση και τις αναμονές στα σύνορα με τον ήχο των παιδικών μου χρόνων. Στην πόλη και στο νησί, τα ακούσματα αυτά κυριάρχησαν μέχρι περίπου το '80, τα καλύτερά τους τα τραγουδούσαμε σε παρέες μέχρι πολύ αργότερα, με συνοδεία μπουζουκιού ή κιθάρας που έπαιζαν οι πιο φιλόμουσοι για να φαλτσοτραγουδάμε εμείς οι υπόλοιποι. Το ξεκίνημα και η έκρηξη όμως έγιναν σε μια νωρίτερη και αμφιλεγόμενη εποχή και όχι στην κατά κυριολεξία μεταπολίτευση με την οποία κάποιοι τα συνδέουν.

Πραγματικά, αυτό το γύρισμα της ελληνόφωνης λαϊκής μουσικής, τα εγκαίνια της "ποπ με μπουζούκι" - που είθισται να ονομάζεται "ελαφρολαϊκή" - έγιναν γύρω στη χρονιά της γέννησής μου, με Πλέσσα, Λοΐζο, Κουγιουμτζή, Λευτέρη Παπαδόπουλο και αρκετούς ακόμη δημιουργούς. Αυτοί,συνέθεταν και στιχουργούσαν προς δόξαν των ερμηνευτών, που συχνά ήξεραν να παίζουν κάποιο όργανο αλλά καθιερώνονταν πρωτίστως ως τραγουδιστές και πολύ σπάνια ως τραγουδοποιοί. Το μπουζούκι είχε μπει στα σαλόνια από εποχής Χιώτη και το υποκοσμικό ρεμπέτικο είχε από καιρό δώσει τη θέση του στο καθαρόαιμο λαϊκό του πόνου, της πτωχής τιμιότητας και των δυνατών παθών. Η Ελλάδα όμως άλλαζε, αστικοποιόταν κι αποκτούσε τηλεοράσεις κι άλλες ηλεκτρικές συσκευές στα διαμερίσματα των πόλεων. Η αλματώδης αύξηση του ΑΕΠ και η ανακοπή του μεταναστευτικού ρεύματος, τον καιρό που εξηλεκτρίζονταν και τα τελευταία χωριά, έκαναν τον κόσμο να θέλει λιγότερη κλάψα Καζαντζίδη και κάτι πιο χαρωπό από την Πόλυ Πάνου και πιο μοντέρνο από τον Γαβαλά με το χοντρό σκελετό στα γυαλιά.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών, που ανέλαβε μετά το '67 και λίγο πριν αυτή τη μουσική στροφή, είχε κάθε λόγο να χαρεί με μια απολιτίκ κι ανώδυνη εκδοχή του λαϊκού, που να μιλάει για γοργόνες στ' ακρογιάλι και αγάλματα με φωνή - αντί για τη μελοποίηση ηρωϊκών και δυνάμει ανατρεπτικών ποιημάτων των μεγάλων μας λογοτεχνών. Σε αυτό το win-win είναι εύκολο αλλά και άδικο να αναφέρεται κανείς εκ των υστέρων σε "χουντικό" ελαφρολαϊκό. Η αποχουντοποίηση όπως ξέρουμε συνοδεύτηκε από έντονα υπονοούμενα εναντίον οποιουδήποτε δεν μπορούσε να καυχηθεί για ενεργή αντίσταση κατά του καθεστώτος - δηλαδή της σιωπηρής πλειοψηφίας που αποδέχθηκε, ανέχθηκε ή απλά επιβίωσε και σε καμία περίπτωση δεν τόλμησε έστω να βγάλει γλώσσα - με εξαίρεση κάτι μέρες τον Νοέμβρη του '73 και μαζικά μετά την πτώση της δρυός. Άνθρωποι που συνέχισαν να εργάζονται και δεν παραιτήθηκαν ηρωικά κρίνονταν εκ προοιμίου ως μειωμένων δημοκρατικών διαπιστευτηρίων. Οι πιο θρασείς ή/και καλύτερα δικτυωμένοι μπορούσαν να επιδείξουν μια ιστορία που να αποδείκνυε τη δική τους αντιχουντική πινελιά, κι ας μην πέρασαν ούτε απέξω από το ΕΑΤ-ΕΣΑ - ενώ δεν έλειψαν και τα παραδείγματα ξεδιάντροπων υποκριτών, π.χ. "καρφιών" προς τη χούντα ή τους προστάτες της, ή ένθερμων υποστηρικτών των Ναι στα δημοψηφίσματα και της διαγραφής των αγροτικών χρεών, που αργότερα ανέβηκαν στο άρμα του δημοκρατικού τόξου, με πιο πολυάριθμους τους χουντοπασοκικούς.

Δεν μπορώ να ξέρω αν η εξαφάνιση του Καλατζή* και άλλων ομοειδών από τα φώτα της δημοσιότητας μετά το 1974 οφείλεται μόνο σε αυτή την ταύτιση/ρετσινιά ή και σε άλλους λόγους - συμπεριλαμβανομένου του κορεσμού. Δεν είμαι επίσης σε θέση να κρίνω αν αυτά τα ακούσματα με συγκινούν μόνο επειδή συνδέονται με τα "τρυφερά" χρόνια ή αν υπάρχει κάποια αντικειμενική μουσική αξία σε αυτά. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάποια τραγούδια ερμηνεύτηκαν από τον Καλατζή, τον Κόκοτα ή τον Βιολάρη - μου φαίνονται "όλοι ίδιοι", με την προφανή εξαίρεση του Πουλόπουλου και μερικών ακόμη. Αυτό το νεφέλωμα των αναμνήσεων ήταν ένα άτυπο σάουντρακ του μυαλού, τον καιρό (2004-2006) που έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα - μια ιστορία που αναφέρεται στο Τάμα του Έθνους και το Ασανσέρ της Σμύρνης αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια προσπάθεια να περιγράψω αυτό που φανταζόμουν ως υπόβαθρο στην πολυσυζητημένη αλλά ακόμη τόσο άγνωστη σε μας (generation X και νεώτερους) εποχή της ελληνικής μουσικής στροφής.

*Ως υστερόγραφο θα αναφερθώ στην ταφόπλακα του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, όχι την πρόσφατη κυριολεκτική αλλά τη μουσική, που ήρθε το 1978 όταν ο Καρβέλας μελοποίησε τη Χονολουλού, στιχούργημα μιας δημοσιογράφου της Απογευματινής. Παρασάγγες κατώτερο τραγούδι από τη Τζαμάικα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: