29 Οκτ 2012

La Liste (II): Ραντεβού με τον Κουασιμόδο

Καθώς περνούσε έξω από το Μέγαρο της Δικαιοσύνης (Palais de Justice), τον πλεύρισε ένας διοπτροφόρος με συντηρητικό ντύσιμο, βγαλμένο από τη δεκαετία του '60, θαρρείς.

Τον κοίταξε κλεφτά και συνέχισε να περπατά προς την Παναγία των Παρισίων (Notre Dame). Για κάποιον αδιόρατο λόγο θυμήθηκε την πόλη του. Η μπόχα του Σηκουάνα θα έφταιγε. Παρόμοια με αυτή που μύριζε όποιος περπατούσε στη λεωφόρο Νίκης.

Δεν του έλειπε καθόλου αυτή η παραλιακή λεωφόρος. Άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, θα σιγοτραγουδούσε, αν δεν απεχθανόταν τα έντεχνα. Οι αγαπημένες του γωνιές της πόλης ήταν αλλού, στο Ντεπό, στην Άνω Πόλη, στην Αρετσού - με τα κτίρια των παλιότερων εποχών και, προπαντός, με τα αυθεντικά φαγάδικα (όχι αυτά τα μεταμοντέρνα των Λαδάδικων).

Ο αγαπημένος του δρόμος, πάλι, δεν ήταν η Νίκης, αλλά μία απ' τις καθέτους της, αυτή που έφερε το επώνυμό του. Σε εκείνο το δρόμο, άλλωστε, είχε διαδραματιστεί και ένα σημαδιακό γεγονός, περίπου μισό αιώνα μετά την απελευθέρωση της πόλης - κι άλλο μισό πριν από το φετινό ιωβηλαίο.

Πόσο ανακουφισμένος, αλήθεια, ένιωθε που θα έλειπε από τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας. Οι επικείμενες οικογενειακές και πολιτικές του υποχρεώσεις στην Αμερική θα τον βόλευαν μια χαρά - ήταν μια καλή δικαιολογία για να αποφύγει το κιτς της "αναπαράστασης" αλλά και τη δύσκολη θέση στην οποία τον είχε φέρει ο κυρ Γιάννης, με την εμμονή του στο να υπερπροβάλει τους οθωμανούς και τον Κεμάλ, δυσανάλογα με το μικρό (σχετικά) στίγμα που εκείνοι άφησαν σε μια πόλη 2300 χρόνων. Αν επισκεπτόταν την πόλη ο αρχηγός του κόμματος που τον στήριξε, ο δήμαρχος θα το έβρισκε δύσκολο να λείψει ο ίδιος. Οι κακοήθεις λεζάντες ήταν έτοιμες για τις φωτογραφίες που θα τους έδειχναν δίπλα-δίπλα: "Ο τουρκολάγνος κι ο Τούρκογλου"...

Τις σκέψεις του τις διέκοψε η φωνή του συνοδοιπόρου του. Αυτός ανταπέδωσε το χαιρετισμό που του έστειλε ο ασπρομάλλης, δίπλα στο άγαλμα του Καρλομάγνου. "Ζαν-Λουί!", του φώναξε σηκώνοντας το χέρι, κι επιτάχυνε προς το μέρος του.

Ζει! - σκέφτηκε με έκπληξη. Il est vivant, η φράση που ακουγόταν στο τελείωμα της θρυλικής ταινίας "Ζ". Ο πρωταγωνιστής, βραβευμένος στις Κάννες το '69, καλοστεκόταν παρά τα 81 του χρόνια. Κι ο σαραντάρης, που τον πλησίαζε, έμοιαζε καταπληκτικά με τον ανακριτή της ταινίας, που απέναντι στις πιέσεις του παρακράτους δούλεψε για την εξιχνίαση του πολιτικού εγκλήματος του Μαΐου 1963, επιμένοντας στην ουσία αλλά και στον τύπο της δουλειάς του - ξεκινώντας κάθε συνέντευξη με την απαράλλαχτη ερώτηση. Nom, prénom, profession...




















Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν συναντιόταν με το σωσία του παλιού του εαυτού. Ο Ευάγγελος επιτέλους συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που τον έκανε να θυμηθεί τη Θεσσαλονίκη και την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, δηλαδή τον τόπο δολοφονίας του Λαμπράκη.

Τους άφησε και στράφηκε προς τα αριστερά. Πολύς κόσμος, όπως πάντα, κυκλοφορούσε μπροστά στην Παναγία των Παρισίων. Δεν άργησε να ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος αυτόν που έψαχνε - έναν άνθρωπο περισσότερο εύσωμο από τον ίδιο, και συνάμα λιγότερο εμφανίσιμο. Ούτε ραντεβού με τον Κουασιμόδο να είχα, σκέφτηκε αυτάρεσκα.

Μετά από μια γρήγορη χειραψία, οι δυο τους έκαναν μεταβολή και κατευθύνθηκαν αμίλητοι προς τον πλησιέστερο σταθμό του μετρό. Η γραμμή 11 μέσα σε λίγα λεπτά τους πήγε στη Μπελβίλ. Ήταν σαββατόβραδο και η πολυεθνοτική συνοικία (τύφλα να 'χει η Σαλονίκη του 1912) έσφυζε από κόσμο.

Ο Ευάγγελος άκουγε, χωρίς ιδιαίτερο κέφι, το Θόδωρο να αφηγείται ιστορίες από τα φοιτητικά του χρόνια, από την εποχή των πολιτικών ζυμώσεων, του εθνικοαπελευθερωτικού - και ταυτόχρονα σοσιαλιστικού - κινήματος του μακαρίτη Μπεν Μπελά στο Αλγέρι του '60...

Ευτυχώς το περπάτημα στους επικλινείς δρόμους της Μπελβίλ δεν κράτησε πολύ. Πόσο περπάτημα να αντέξεις, ειδικά μάλιστα αν είσαι αγύμναστος, μέσα σ' ένα Σάββατο; Πριν προλάβει να πει στο Θόδωρο ότι πεινούσε σαν λύκος, εκείνος του έδειξε την επιγραφή του εστιατορίου.

Έγραφε: HOT DOC.

Ο γελαστός αξύριστος καταστηματάρχης τους υποδέχτηκε στην πόρτα. Ο Θόδωρος φάνηκε να τον γνωρίζει καλά - και του Ευάγγελου, όμως, κάποιον του θύμιζε. Μετά από τις χαιρετούρες, τους έβαλε να καθήσουν στο μόνο ρεζερβέ τραπεζάκι. Τους πήρε ο ίδιος παραγγελία.

Τα πικάντικα σάντουιτς (τρία για τον καθένα τους) ήταν απολαυστικά, το ίδιο και η Φίσερ που τα συνόδευε. Η ανωνυμία της περιθωριακής συνοικίας τους χαλάρωσε αρκετά - κι έτσι μπόρεσαν ν' αφήσουν στην  άκρη το προσωπείο του γευσιγνώστη, που θα επέβαλε κρασί και εσκαλόπ, ας πούμε.

Στο τέλος, ο ανατολίτης μαγαζάτορας έφερε το λογαριασμό. Ο Ευάγγελος έβγαλε από το πορτοφόλι του μια χρεωστική κάρτα της τράπεζας HSBC. Σηκώνοντας τους ώμους, ο κύριος Bahçivan (έτσι είχε συστηθεί) του έδωσε να καταλάβει ότι δεν γίνεται δεκτός ο συγκεκριμένος τρόπος πληρωμής.

Ο Θόδωρος παρενέβη και έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα στικάκι. Με απόλυτη φυσικότητα - σαν να επρόκειτο για το ακριβές αντίτιμο - ο εστιάτορας το πήρε και, με χειρονομίες, προσπάθησε να διευκρινίσει αν ήταν και για τους δυο τους. Ο Θόδωρος ένευσε καταφατικά και αμέσως μετά σηκώθηκε και του είπε κάτι στο αυτί.

Ο Μπαχτσιβάν γέλασε και, αφού κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο, ανέκραξε "Μιλ μερσί!" με άψογα μεσογειακό, ρολαριστό "ρ" και με βαθιά υπόκλιση. Ο Ευάγγελος σηκώθηκε κι αυτός, χαιρέτησε όπως και ο Θόδωρος και σε λίγο οι δυο τους ήταν ξανά στους δρόμους της Μπελβίλ. Είχαν αναλάβει δυνάμεις και ξεκίνησαν τον απαραίτητο περίπατο για τη χώνεψη.

Ο Ευάγγελος θα έσκαγε αν δεν ρωτούσε. "Πες μου τώρα..." Ρε μπαγάσα, πήγε να συμπληρώσει, αλλά αποφάσισε να συγκρατήσει λίγο την οικειότητα. Συνέχισε: "Τι του είπες στο τέλος;"

Ο Θόδωρος τον κοίταξε απορημένος. "Τον κωδικό φυσικά. Τι άλλο;"

"Και γιατί γελούσε;"

"Με τον ίδιο τον κωδικό. Ταίριαζε, βλέπεις, απόλυτα με την περίσταση. Χώρια που όλο και κάποιος θα τον έχει πληροφορήσει για την πιο διάσημη φράση που ξεστόμισα τα τελευταία χρόνια. Τα ωραία μαθαίνονται, βλέπεις."

Ο Ευάγγελος κοκκάλωσε. Τον κοίταξε στα μάτια. "Δηλαδή..."

"Ναι, ακριβώς! Nous avons mangé ensemble*. Τέτοιο συνθηματικό δεν ξεχνιέται. Παραδέχεσαι;" Μετά απ' αυτά τα λόγια, ο Θόδωρος χτύπησε φιλικά στον ώμο τον εμβρόντητο Ευάγγελο. "Πάμε τώρα για μια τελευταία;" του είπε, δείχνοντας το λογότυπο της αλσατικής ζυθοποιίας στη φωτεινή επιγραφή του απέναντι μπαρ.

* = Μαζί φάγαμε


3 σχόλια:

panosvar είπε...

Ευχαριστούμε για τη βόλτα στο Παρίσι και το "άπλετο" φως στη διαλεύκανση της υπόθεσης της λίστας. Οπως είχες πει πολλά χρόνια πριν ... "Τώρα ξέρεις"

Ανώνυμος είπε...

Οι μεν λοιποί ζώσιν ίνα εσθιώσιν, αυτός δε εσθίω ίνα ζω...(Σωκράτης)

Yank_o είπε...

@panosvar: Dora ξέρεις :)

@Ανώνυμε: Είτε το πιστεύεις είτε όχι, δεν ήξερα ότι αυτό το γνωμικό αποτελεί απόφθεγμα του Σωκράτη! Πολύ ταιριαστό.