Έχει νόημα μια ακόμη ιστορική αναδρομή; Για όσους αγαπάμε την ιστορία, ίσως ναι. Θα μας θυμίσει πώς βρεθήκαμε στο αδιέξοδο.
Το 1912 και 1913 η Ελλάδα κατέκτησε, εκτός από το Αιγαίο, και ένα ιδιαίτερο κομμάτι της βαλκανικής γης. Ο Όλυμπος έπαψε να είναι το βόρειο σύνορο. Η ιστορική και πάντα ζωντανή πόλη της Θεσσαλονίκης ήρθε στα χέρια μας. Μαζί προσαρτήθηκαν και τα εδάφη από τις Πρέσπες μέχρι τον Νέστο. Ορεινές εκτάσεις, με εξαίρεση τις πλατιές κοιλάδες κοντά στις εκβολές μεγάλων ποταμών. Και με έναν πληθυσμό που η σύνθεσή του μας έφερνε σε αμηχανία. Ανάμικτο σαν τη μακεδονική φρουτοσαλάτα, μικρογραφία των οθωμανικών Βαλκανίων. Σχεδόν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί θρησκείας και γλώσσας.
Οι οθωμανοί έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από ορθόδοξους πρόσφυγες. Οι εβραίοι μέχρι το ολοκαύτωμα ζούσαν σε πόλεις. Κατά τα άλλα στην μακεδονική ύπαιθρο άκουγες κυρίως τα φωνηεντοφάγα βόρεια ελληνικά, πού και πού βλάχικα κι αρβανίτικα, καθώς και τη διάλεκτο που οι επίσημες απογραφές μας την αποκαλούσαν σλαβομακεδονική. Μη φανταστείτε ότι στη νότια Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετικά μετά τη σύσταση του κράτους μας. Ελληνικά κι αρβανίτικα συνυπήρχαν, δεν υπήρχαν όμως οι γειτονικοί εθνικισμοί για να διεκδικήσουν στη βάση της γλώσσας. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η κατάσταση άλλαξε. Και μέχρι το 1950, οπότε και τους νάρκωσε ο διαχωρισμός της Ευρώπης, οι εθνικισμοί κρατούσαν καλά. Πρώτα ο βουλγάρικος, από κοντά ο σέρβικος, κι άλλοι, και στο τέλος και ένας καινούργιος, ασαφής, μπερδεμένος με τον εκ Σόφιας εκπορευόμενον.
Η ιστορία είναι πονεμένη. Εξαρχία, συνθήκη Αγίου Στεφάνου, μακεδονικός αγώνας, κομιτατζήδες, Ίλιντεν, "βαρκάρηδες", κομμουνισμός, με θλιβερό αποκορύφωμα τη βουλγαρική προσάρτηση (όχι απλά κατοχή) της Ελλάδας μεταξύ Στρυμόνα και Αλεξανδρούπολης, καθώς και της περιφέρειας Βαρδάρη της νότιας Γιουγκοσλαβίας. Η πολυεθνοτική χώρα του Τίτο, μετά την απελευθέρωση, είχε στο νότιο μέρος της κατοίκους που τα επώνυμά τους δεν έληγαν σε –ιτς αλλά σε –οφ και –εφ. Άγνωστο, το πόσοι απ' αυτούς ένιωθαν βούλγαροι τότε (δύσκολη υπόθεση γαρ ο προσδιορισμός της εθνικής συνείδησης). Η (επαναστατική) ηγεσία τους πάντως, και σίγουρα μια σημαντική μερίδα του λαού που εικάζουμε ότι την υποστήριζε, δήλωνε – και αυτό δεχόταν για πρώτη φορά και η επίσημη Γιουγκοσλαβία, για προφανείς λόγους σκοπιμότητας – ότι ανήκει στη "μακεδονική" εθνότητα.
Η Ελλάδα δεν προσβλήθηκε. Πιστεύω ότι μάλλον ανακουφίστηκε με τον περιορισμό της Βουλγαρίας στα σύνορα του 1922, μακριά από το Θρακικό Πέλαγος και το όρος Καϊμακτσαλάν. Δέχτηκε το μη χείρον, τον ομόσπονδο "μακεδονικό" εθνικισμό στη θέση της Μεγάλης Βουλγαρίας. Δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι χτιζόταν μια "μακεδονική" γλώσσα, που εντάχθηκε στις επίσημες της Γιουγκοσλαβίας και απομακρυνόταν από την σλάβικη διάλεκτο που ακόμη μιλιόταν από μερικές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες. Δεν πήρε καν χαμπάρι τις μαζικές αλλαγές των επωνύμων σε –οφσκι και –εφσκι. Και, σταματώντας από το 1961 και μετά να καταγράφει τη μητρική γλώσσα στις απογραφές πληθυσμού, έκρυψε το κεφάλι της σαν τη στρουθοκάμηλο και προσποιούνταν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα: Δεν απογράφονται ομιλητές της σλαβομακεδονικής, άρα το "μακεδονικό" είναι ανύπαρκτο. Ο Τίτο ήταν φίλος, και ο Ζίβκοφ αργότερα, συνεπώς όλα καλά κι όλα ωραία. Κι ας χτίζονταν κοσμοθεωρίες, κι ας εκτρέφονταν αλυτρωτισμοί.
Όταν με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας η ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε ανεξάρτητη, η ελληνική πολιτική σκηνή αντέδρασε υπερβολικά (άραγε για να αντισταθμίσει την αδράνεια δεκαετιών;) και γέννησε το αυτοκτονικό σύνθημα "Η Μακεδονία είναι ελληνική". Διεθνώς αυτό που πέρασε ήταν ότι η Ελλάδα θέλει να κατακτήσει τη μικρή και αθώα "Μακεδονία". Στο εσωτερικό, η κοινή λογική πήγε περίπατο. Δύσκολο να εξηγήσεις ότι η Μακεδονία ως γεωγραφική ενότητα δεν μπορεί να κόβεται στα 60 χιλιόμετρα Αξιού και στο νοτιοανατολικό τεταρτημόριο της Μεγάλης Πρέσπας. Αδύνατο να πείσεις ότι τα "σκοπιανά" είναι, το πολύ-πολύ, μια τοπική διάλεκτος και σίγουρα όχι η γλώσσα των βορείων γειτόνων, που δεν είναι ούτε βουλγάρικη, ούτε σέρβικη, ούτε ελληνική αλλά κάτι άλλο για το οποίο κάποτε υπήρχε όνομα. Και φυσικά ουδείς λόγος για τον Μυριβήλη, που (σε δύσκολες ομολογουμένως εποχές) είχε αυτολογοκριθεί, απαλείφοντας από τη "Ζωή Εν Τάφω" την αναφορά στους "Μακεντόν Ορτοντόξ".
Και κάπως έτσι εγκλωβιστήκαμε, αντί να δείξουμε αυτοπεποίθηση. Δεν θα κρίνω χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής (δεν ζηλεύω καθόλου όσους έχουν αυτή τη δύσκολη αποστολή), πιστεύω όμως ότι ήταν λάθος η καλλιέργεια υπερβολικών προσδοκιών και υπέρμετρης ανησυχίας στην κοινή γνώμη.
2 σχόλια:
yanko, μπορείς να κάνεις λίγο πιο καθαρή τη θέση σου για το επέκεινα. Καλή η αναδρομή (αν και η επιλεκτικότητα του σημείου έναρξης με προβληματίζει - είναι σαν να μη μετράς τα πρωταθλήματα του θρύλου πριν την Α΄εθνική)αλλά περιμένω και πρόταση ή θέση στις ήδη γνωστές προτάσεις.
Σε περιμένω για να πάρω θέση. Άλλωστε νομίζω ότι το θέμα αυτό είναι "ταμάμ" που θα έλεγαν και οι φίλοι μου οι Μακεδόνες, για δημοψήφισμα και ο καθένας μας πρέπει να πάρει θέση.
1. Το "επέκεινα", φίλε bruce, είναι πια στα χέρια της επιστήμης (βλ. όσα γράφω περί διπλωματικών χειρισμών) και ελπίζουμε αυτή να μην έχει ήδη σηκώσει ψηλά τα χέρια...
2. Τα δημοψηφίσματα απαντάνε μ' ένα Ναι ή Όχι. Ποιο είναι το ερώτημα όμως;
3. Γιατί σε προβληματίζει το σημείο έναρξης; Αφού το κείμενο είναι in medias res και πιάνει και λίγο τα παλιότερα, δηλ. τον 19ο αιώνα. Θεωρώ ότι τα πριν τον 19ο αιώνα δεν αφορούν το "μακεδονικό πρόβλημα", παρά μόνο όταν καλούμαστε να αντικρούσουμε ισχυρισμούς (αυτό εννοώ με τη λέξη "κοσμοθεωρίες") που δήθεν συνδέουν τους σλάβους με τους αρχαίους Μακεδνούς παρακάμπτοντας τουλάχιστον 10 αιώνες ιστορίας.
Δημοσίευση σχολίου