Ένα δαχτυλίδι περίπου σαν το εικονιζόμενο (χωρίς μονόγραμμα) ήταν από τα λίγα κοσμήματα που φορούσα. Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Γιάννης, τον καιρό που έκανε μπίζνες στη βρετανική ανατολική Αφρική, μεταξύ Καμπάλα και Μομπάσα, το είχε αγοράσει από έναν ινδό. Μιλάμε για δεκαετία του 1920, κατά πάσα πιθανότητα - the rolling 'twenties.
Ο παππούς πέθανε σε βαθιά γεράματα στη Σάμο. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω όλα όσα ήθελα, ούτε θυμάμαι κάποια ιδιαίτερα δραματική στιγμή από τις τελευταίες του μέρες. (Στην πραγματική ζωή σπανίζουν οι κινηματογραφικοί θάνατοι.) Κάποτε "κληρονόμησα" μέσω της (εν ζωή) μητέρας μου το περίφημο δαχτυλίδι. Για ένα διάστημα το σνόμπαρα, όπως συνηθίζω με τα κοσμήματα, αλλά στη συνέχεια έδεσε μια χαρά με τη βέρα μου. Αρχικά τα δυο τους έκαναν παρέα στο δεξιό μου παράμεσο. Φέτος είχα την εντύπωση ότι τα δάχτυλά μου πάχυναν λιγάκι (μαζί με τον υπόλοιπο εαυτό μου) και έκτοτε το ινδικό δαχτυλίδι μετακόμισε συμμετρικά στο αριστερό χέρι.
Τα φρόντιζα και τα πρόσεχα τα στενάχωρά μου. Το 2006 στο Μάρμαρις - απέναντι από τη Ρόδο - ο χρυσοχόος Λεβέντ στην εμπορική στοά μου τα έβγαλε (σχεδόν χωρίς να με ρωτήσει) και μετά από λίγο ως διά μαγείας μου τα επέστρεψε γυαλιστερά-γυαλιστερά. Παρόλο που δεν απέφευγε τα κλισέ των εμπόρων των μικρασιατικών παραλίων - όπως πολλοί άλλοι δήλωνε κούρδος και παρόλο που μεσημέριαζε ισχυριζόταν ότι εμείς του κάναμε siftah, σεφτέ - τον ευγνωμονώ για την καινούργια ζωή που έδωσε στα δαχτυλίδια.
Σήμερα το μεσημέρι διαπίστωσα ότι τα δάχτυλά μου τελικά δεν είναι τόσο παχιά όσο νόμιζα. Ίσως η πολλή πληκτρολόγηση να έχει κάνει το θαύμα της. Να μου έλειπε τέτοιο θαύμα, όμως. Το δαχτυλίδι γλίστρησε από τον αριστερό μου παράμεσο και έκτοτε (θα) αναπαύεται στον αμμώδη βυθό του Κορινθιακού, χωμένο κάτω από την άμμο (που αδυνατεί να συγκρατήσει τον χρυσό 18 καρατίων) στην παραλία όπου πήγα για ένα γρήγορο μπάνιο. Οι αναμνήσεις από τον παππού και το μίκυ-μάους σπιτάκι του που τώρα μου ανήκει έχουν αξία πολλαπλάσια από ένα κομμάτι μάλαμα - έτσι λέω στον εαυτό μου για να ξεχαστώ...
Ο παππούς πέθανε σε βαθιά γεράματα στη Σάμο. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω όλα όσα ήθελα, ούτε θυμάμαι κάποια ιδιαίτερα δραματική στιγμή από τις τελευταίες του μέρες. (Στην πραγματική ζωή σπανίζουν οι κινηματογραφικοί θάνατοι.) Κάποτε "κληρονόμησα" μέσω της (εν ζωή) μητέρας μου το περίφημο δαχτυλίδι. Για ένα διάστημα το σνόμπαρα, όπως συνηθίζω με τα κοσμήματα, αλλά στη συνέχεια έδεσε μια χαρά με τη βέρα μου. Αρχικά τα δυο τους έκαναν παρέα στο δεξιό μου παράμεσο. Φέτος είχα την εντύπωση ότι τα δάχτυλά μου πάχυναν λιγάκι (μαζί με τον υπόλοιπο εαυτό μου) και έκτοτε το ινδικό δαχτυλίδι μετακόμισε συμμετρικά στο αριστερό χέρι.
Τα φρόντιζα και τα πρόσεχα τα στενάχωρά μου. Το 2006 στο Μάρμαρις - απέναντι από τη Ρόδο - ο χρυσοχόος Λεβέντ στην εμπορική στοά μου τα έβγαλε (σχεδόν χωρίς να με ρωτήσει) και μετά από λίγο ως διά μαγείας μου τα επέστρεψε γυαλιστερά-γυαλιστερά. Παρόλο που δεν απέφευγε τα κλισέ των εμπόρων των μικρασιατικών παραλίων - όπως πολλοί άλλοι δήλωνε κούρδος και παρόλο που μεσημέριαζε ισχυριζόταν ότι εμείς του κάναμε siftah, σεφτέ - τον ευγνωμονώ για την καινούργια ζωή που έδωσε στα δαχτυλίδια.
Σήμερα το μεσημέρι διαπίστωσα ότι τα δάχτυλά μου τελικά δεν είναι τόσο παχιά όσο νόμιζα. Ίσως η πολλή πληκτρολόγηση να έχει κάνει το θαύμα της. Να μου έλειπε τέτοιο θαύμα, όμως. Το δαχτυλίδι γλίστρησε από τον αριστερό μου παράμεσο και έκτοτε (θα) αναπαύεται στον αμμώδη βυθό του Κορινθιακού, χωμένο κάτω από την άμμο (που αδυνατεί να συγκρατήσει τον χρυσό 18 καρατίων) στην παραλία όπου πήγα για ένα γρήγορο μπάνιο. Οι αναμνήσεις από τον παππού και το μίκυ-μάους σπιτάκι του που τώρα μου ανήκει έχουν αξία πολλαπλάσια από ένα κομμάτι μάλαμα - έτσι λέω στον εαυτό μου για να ξεχαστώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου