10 Απρ 2012

Ελ Ρρεγουλαδώρ

Όταν έφυγαν οι επισκέπτες του, έκλεισε την πόρτα και ζήτησε από την πιστή του γραμματέα, την κυρα-Ευρύκλεια, να μην τον ενοχλήσει κανείς.

Ούτε καν ο Πελέκης, διευκρίνισε - και δεν εννοούσε βέβαια τον ναυπάκτιο πεθερό. Ήταν ένας σκόπιμος παρατονισμός, έκφραση κι αυτή του ιδιαίτερού του χιούμορ, που μόνο οι πολύ μυημένοι - όπως η διοικητική βοηθός που είχε κάνει το γύρο του κόσμου μαζί του - καταλάβαιναν. Πέλεκυς εννοούσε.

Μπροστά στους εκπροσώπους των μενσεβίκων είχε φυσικά υποστηρίξει τις γνωστές του, δημόσια διατυπωμένες θέσεις. Τώρα που ήταν μόνος, όμως, δεν είχε να κρυφτεί από κανέναν. Άρχισε να μονολογεί - ήταν ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί από το νευρικό τικ (το πετάρισμα του αριστερού ματιού) που τον έπιανε όποτε ζοριζόταν.

"Φυσικά και δεν έφταιγαν οι βογιάροι, κι ας τους κατηγορώ δεξιά κι αριστερά, ότι τα κάνανε όλα στο ποδάρι" [non é vero, ma fa rima]. "Μια χαρά άλλωστε", συνέχισε, "με είχε βολέψει όπως τα είχαν κάνει, τότε που φορούσα τ' άλλο μου καπέλο. Αλλά και πέρα απ' αυτό, δεν ήταν παράλογοι. Μην κοιτάς που τώρα στριμώχνεται και γκρινιάζει ο κόσμος. Τότε τα σκορπούσαν όλοι, τι ψυχή είχαν τέσσερα καπίκια;"

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μερικά νικέλινα κέρματα. Ξεχώρισε μια δυάρα και δύο λεπτά και τα ακούμπησε στο γραφείο από μαόνι.

"Τέσσερα καπίκια! Τι λέμε τώρα!" συνέχισε. "Ούτε οι βογιάροι φταίνε, ούτε εκείνη η καλή κοπέλα από τη Βαλιμή, ούτε κανένας από τους προηγούμενους. Μόνο του πήγαινε το πράγμα. Ας όψεται όμως η ανασφάλεια αυτού του παπ..." - τον έπιασε βήχας και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη βρισιά. "Μπα σε καλό μου, πήγα να κακολογήσω και να τι έπαθα! Αλλά, ναι! Αυτός φταίει, που φοβόταν ότι δεν θα του βγουν τα κουκιά. Κι έτσι αμόλυσε λυτούς και δεμένους στα κάγκελα, να διώξουμε τους κινέζους, να επανεκκινήσουμε, να επαναδιαπραγματευτούμε, γ@μώ τη νιγρίτα μου γ@μώ..." Εκεί πια ο βήχας έγινε ανεξέλεγκτος. Η κυρα-Ευρύκλεια τρόμαξε και σηκώθηκε απ' το γραφείο. Του χτύπησε την πόρτα.

"Είμαι εντάξει..." της απάντησε, ξεψυχισμένα. Κι επειδή δεν θα τον είχε ακούσει, φρόντισε να μισανοίξει την πόρτα, να προβάλει το κεφάλι του και να της το ξαναπεί, να τον δει κιόλας. Κι αφού ξανάκλεισε, πήγε μέχρι την πολυθρόνα του, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε έναν γνώριμο αριθμό.

Δεν απαντούσε κανείς. Το άφησε να χτυπά - και ταυτόχρονα, με το άλλο χέρι σημείωνε στο λευκό χαρτί κι άλλες ιδέες, όπως του έρχονταν στο μυαλό. Η ΝουΤουΠου, η Νέα Τιμολογιακή Πολιτική (ΝΤΠ), ήταν το πνευματικό του παιδί, το μάγκνουμ όπους που ήθελε ν' αφήσει σαν παρακαταθήκη. Στις άσπρες σελίδες έμπαινε κάθε φορά και μια καινούργια πτυχή. Τα βράδια, λίγο πριν φύγει από το γραφείο, μετέφερε το περιεχόμενο στον υπολογιστή του, στο αρχείο ntp.doc που το έχτιζε μεθοδικά, κιλομπάιτ-κιλομπάιτ, σαν την αθόρυβη αράχνη.

Μετά από τριάντα περίπου χτυπήματα κατέβασε το ακουστικό. "Ο λιμοκοντόρος!... Πάλι θα παίζει πασιέντζα... Ή Ταϊπέι... Έτοιμη δουλειά του δίνω, κι ούτε στο τηλέφωνο δεν απαντά, έτσι για τα μάτια. Ας όψονται οι εποχές. Τώρα που το ταμείον είναι μείον, όσοι διοικούν τα Ταμεία είναι καβάλα στ' άλογο. Οξύμωρο. Τι χώρα κι αυτή, π' ανάθεμά με!"

Είχε στεγνώσει το στόμα του από το μονόλογο και το βήχα. Σε άλλη περίπτωση θα πήγαινε σπίτι του, ή έστω στο γειτονικό μεζεδοπωλείο κοντά στα Παναθήναια. Η έμπνευση όμως τον κρατούσε στο γραφείο. Στο ψυγειάκι είχε αυτό που χρειαζόταν για να συνοδέψει το παλαιωμένο Επερλύ, που φύλαγε ειδικά για τέτοιες στιγμές στο κάτω αριστερά ερμάριο. Έβαλε στο πιατάκι δύο φέτες μετσοβόνε, άνοιξε το αρχείο και πήγε κατευθείαν στην τελευταία σελίδα, την τριακοστή τέταρτη. Ήταν χαλαρός. Το πετάρισμα είχε σταματήσει. Ξεκίνησε να γράφει. Δεν είχε σταματημό.

Σε κάποιο διάλειμμα, πάτησε το ΟΝ της τηλεόρασης. Έπεσε πάνω σ' ένα ρώσο υπουργό, Σεργκέι Λαμπρόφ μάλλον τον έλεγαν. Αναφερόταν στις αντιφάσεις της δύσης, που μιλά για φιλελευθερισμό την ίδια στιγμή που πληθαίνουν οι προσφυγές σε μεθόδους ελεγχόμενης οικονομίας, όπως καλή ώρα στην Ελλάδα. "Και σεις, ρε ταβάριτς, με τα ΔουΝουΤου, τι διαφορετικό κάνατε;" μονολόγησε. "Έχετε όμως τους καμμένους και τα αντινιούζ που ταΐζουν κουτόχορτο τον κοσμάκη και κάθεται και σας ακούει... Τέλος πάντων, δε θα συγχυστώ κιόλας."

Χαμογέλασε, έκλεισε το δέκτη και ξαναγύρισε στην οθόνη και το πληκτρολόγιό του, κάνοντας ένα ακόμα save καλού κακού, τώρα που οι σελίδες είχαν αισίως γίνει παρά μία τεσσαράκοντα. Το όπους ήταν πραγματικά μάγκνουμ, ένα όπλο που θα μπορούσε να κάνει μεγάλη ζημιά. Δεν βλάπτει να το έχεις στο συρτάρι σου, σκέφτηκε, λίγο πριν δώσει την εντολή εκτύπωσης. Περνώντας λίγο αργότερα τις σελίδες στο κλασέρ, άρχισε να σιγοτραγουδά, παραφράζοντας το συγχωρεμένο Αλ-Ρασούλ: "Άλλο ο λιμοκοντόρος / κι άλλο ο ρεγουλαδόρος..." [é vero e fa rima].


Δεν υπάρχουν σχόλια: